Aκόμη κι αν αύριο το πρωί, οι δανειστές μας συμφωνούσαν να κόψουν τα χρέη μας στο μισό και πάλι, το οικονομικό μας πρόβλημα δεν θα είχε επιλυθεί. Αυτό προκύπτει από πρόσφατες οικονομετρικές εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (“Default in Today’s Advanced Economies: Unnecessary, Undesirable and Unlikely”, IMF Staff Position Note, Sept. 1, 2010). Συγκεκριμένα, ακόμη και μετά μια τόσο μεγάλη (όσο και ασυνήθιστη) περικοπή χρέους, το πρωτογενές πλεόνασμα που χρειάζεται η Ελλάδα για να επιτύχει τη σταθεροποίηση του εναπομένοντος χρέους σε ανεκτά επίπεδα θα είναι πάντοτε στο 2,8% του εθνικού προϊόντος. Η χώρα μας δεν κατόρθωσε ποτέ, στην τρέχουσα μεταπολιτευτική δημοκρατία, να επιτύχει παρόμοια κρατικά πλεονάσματα.
Το ίδιο επιχείρημα ισχύει για όλες τις ανεπτυγμένες δημοκρατίες, οι οποίες αντιμετωπίζουν το εξής πρόβλημα: πώς να μειώσουμε τα βάρη από την αύξηση των κρατικών ελλειμμάτων που προκλήθηκαν από τη διεθνή κρίση. Στην περίπτωσή μας, η κρίση ήρθε να προσθέσει τα βάρη της σε μια έκτακτη και μια μόνιμη πληγή. Η έκτακτη ήταν το εξωφρενικό έλλειμμα των περίπου 12 - 14 δισεκατομμυρίων ευρώ που προκάλεσαν η διοργάνωση, η εκτέλεση και τα έκτακτα δημόσια έργα της Ολυμπιάδας 2004.
Η δεύτερη εκτροπή έχει βαθύτερα χαρακτηριστικά και συνδέεται με το υπερβολικό κόστος που προκαλεί η αυξημένη ζήτηση του πληθυσμού για συνεχώς περισσότερο κράτος. Την τελευταία δεκαετία, προστέθηκαν απερίγραπτα βάρη στο κράτος. Θυμάμαι πάντοτε το απλό ερώτημα που μου είχε απευθύνει ο τότε υπουργός Οικονομικών Αλέκος Παπαδόπουλος όταν τον ρώτησα για την καθυστέρηση στην απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων για τα νέα μεγάλα περιφερειακά νοσοκομεία.
«Τα έργα θα τελειώσουν. Τα ευρωπαϊκά κεφάλαια θα τα πάρουμε. Πώς όμως θα πληρώνουμε μετά για τη λειτουργία τους;», με αντι-ρώτησε! Οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν, αφού ούτε ο ίδιος, αργότερα, από τη θέση του υπουργού Υγείας ούτε κανείς άλλος από τότε και μέχρι σήμερα έκανε κάτι δραστικό ώστε να μην αποτελεί η κρατική υγεία τη μεγαλύτερη χοάνη κρατικής σπατάλης.
Η δημοσιονομική προσαρμογή, δηλαδή η λιτότητα, θα συνεχίσει να αποτελεί την απαρέγκλιτη πραγματικότητα των δημοσίων οικονομικών πραγμάτων για ολόκληρη την προσεχή δεκαετία. Είναι εύκολο να μειώσει κανείς αρκετές μονάδες του ΑΕΠ το κρατικό έλλειμμα, όταν ξεκινάει από το εξωφρενικό επίπεδο του 2009. Οι εμπειρογνώμονες του Ταμείου υπογραμμίζουν ότι σε 14 περιπτώσεις εκτροχιασμού των δημοσίων ελλειμμάτων, μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών, επιτεύχθηκε διόρθωση μεγαλύτερη των 7 εκατοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, χάρις σε προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Η Ελλάδα είναι μία απ’ αυτές τις περιπτώσεις μεταξύ 1995 και 1999.
Μάλιστα, τους αμέσως επόμενους μήνες, η αυστηρότατη ικανοποίηση του κριτηρίου του ελλείμματος είναι αποφασιστικής σημασίας. Πρέπει από το πραγματικό 14% να πέσουμε σε ένα εξίσου πραγματικό 8%. Πρόκειται για μείωση ελλείμματος από το εξωφρενικό ποσό των 32,3 δισ. του 2009, σε 18,5 δισ. το 2010 και 17,1 δισ. το 2011. Μπορεί η πρόσθετη περικοπή του 2011 να φαίνεται μικρή. Κι όμως: η συνολική ετήσια επίπτωση των μέτρων του 2011 πλησιάζει το τεράστιο ποσό των 10 δισ. ευρώ, περίπου. Που σημαίνει ότι το κράτος θα συνεχίσει να αφαιρεί από την οικονομία τεράστιους πόρους, που θα έπρεπε να διατεθούν στην ανάπτυξη.
Μια περικοπή του χρέους, όπως αυτή που υπολογίζουν οι εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ, έχει πρακτικώς συμβεί από τη στιγμή που τα ελληνικά ομόλογα χαρακτηρίσθηκαν «σκουπιδόχαρτα». Ακόμη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα «κόβει» όλους τους ελληνικούς τίτλους, όταν μας εφοδιάζει με την πολύτιμη ρευστότητα κι ας είμαστε ισότιμα μέλη του ευρωσυστήματος. «Υπάρχουν καθιερωμένες διαδικασίες», σημειώνει ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Πήηρ Στάινμπρουκ, πάντοτε στενός συνεργάτης της κυρίας Μέρκελ, εκτιμώντας ότι αποτελεί ρεαλιστική πρόβλεψη πως η Ελλάδα «δεν θα καταφέρει να σταθεί στα πόδια της χωρίς να αναδιαρθρώσει το χρέος της», ώστε να μειωθούν «κατά ένα μέρος, τα χρέη με την επέκταση της διάρκειας των ομολόγων ή τη μείωση των επιτοκίων ή την κουρά, όπως την αποκαλούν οι αγορές», επί της τρέχουσας αγοραίας αξίας των ομολόγων.
Η λύση, λοιπόν, βρίσκεται εκεί που την περιμένουν οι αγορές: μια «μη συγκρουσιακή», συναινετική –κυρίως προς τους μεγάλους ιδιώτες επενδυτές ελληνικών ομολόγων– συζήτηση για την αναδιάταξη του προφίλ του ελληνικού χρέους. Οι αναλυτές του ΔΝΤ, σε αντίθεση με όσα αναφέρθηκαν πρόσφατα στα ελληνικά Mέσα Eνημέρωσης, αφού προηγουμένως καταγράφουν την αυτοσυγκράτηση ως προς τα αναμενόμενα οφέλη, γράφουν τα εξής: «Αν υποθέσουμε ότι η προσέγγιση αυτή διαθέτει, υποθετικά, επίσημη υποστήριξη και από τους διεθνείς οργανισμούς, δεν θα καταστεί υποχρεωτική η απότομη εξασφάλιση πρωτογενούς πλεονάσματος». Η Ελλάδα μπορεί να κερδίσει και αυτόν τον γύρο. Αρκεί να αποκτήσουμε ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δραστικού περιορισμού της κρατικής δαπάνης με μια εξίσου δραστική απελευθέρωση της επενδυτικής –προφανώς ιδιωτικής– δαπάνης. Το μέλλον είναι στα χέρια μας.
Του Μπαμπη Παπαδημητριου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου