Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Πύρρος, ο βασιλιάς της Ηπείρου, ένας άλλος Αλέξανδρος


PyrrhusΟι χρυσές σελίδες της Ιστορίας της Ηπείρου, με κέντρο την Αμβρακία, γράφτηκαν επί βασιλείας του βασιλιά Πύρρου (296 π.Χ. – 272 π.Χ.). Τότε που ολόκληρη η Ελλάδα εδοκιμάζετο σκληρά από τις φιλοδοξίες των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τους αδελφοκτόνους πολέμους στους οποίους την παρέσυραν.
Αυτή ακριβώς την εποχή έλαμψε το άστρο του Πύρρου, ο οποίος με ορμητήριο την άσημη χώρα των Μολοσσών κατόρθωσε να οργανώσει υπό την ηγεσία του το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδος, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και να γεμίσει με το όνομά του τον κόσμο. Κι αν θελήσουμε να συγκρίνουμε τη μορφή του με τις άλλες μεγάλες ιστορικές μορφές, της τότε εποχής του Ελληνισμού, θα δούμε πως μόνο με μία μπορούμε να την παραβάλουμε, με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Και οι αρχαίοι άλλωστε, μόνο τον Πύρρο και κανέναν άλλον, παρομοίαζαν με το Μέγα Αλέξανδρο. Ο Πύρρος υπήρξε «Αλέξανδρος» του τρίτου αιώνα. Οι ομοιότητες μεταξύ τους, οι οποίοι ήσαν και πρώτα εξαδέλφια, ήταν πάμπολλες. Φύσεις μεγαλουργικές και οι δύο, τολμηρά και ανήσυχα πνεύματα, προικισμένοι με στρατηγική ιδιοφυΐα και αφάνταστο ηρωισμό, μεγάλοι στην ψυχή και στα αισθήματα, γεννημένοι στρατηλάτες και αρχηγοί λαών, οπλισμένοι με ισχυρή θέληση και αποφασιστικότητα, επεδίωξαν να πραγματοποιήσουν τα πλατύτερα πολιτικά σχέδια, που συνέλαβε ποτέ ο Ελληνισμός. Ο ένας εξόρμησε με κατεύθυνση προς την ανατολή, ο άλλος με κατεύθυνση προς τη Δύση. Το τέρμα τους όμως, ήταν κοινό: η δημιουργία ενιαίου μεγάλου ελληνικού κράτους, που να κυριαρχεί σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Και ο μεν Μέγας Αλέξανδρος ευνοήθηκε να πραγματοποιήσει το μεγάλο του σχέδιο και να γίνει ο ιδρυτής ενός τεράστιου κράτους, που άρχιζε από την Ελλάδα και έφθανε στην Ινδία. Ο Ηπειρώτης Βασιλιάς όμως δεν το κατόρθωσε. Δεν τον συνόδευσε η ίδια εύνοια της Μοίρας.Ο «Αετός» που εξόριστο παιδί, χωρίς πατέρα και θρόνο, χωρίς δασκάλους σαν τον Αριστοτέλη, με μόνη τη δική του ικανότητα, μπόρεσε να γίνει ο ισχυρός Βασιλιάς της Ηπείρου, δεν ευτύχησε να δει τα όνειρά του να πραγματοποιούνται. Ο «δημιουργός της ίδιας του τύχης», κατά τον επιτυχημένο χαρακτηρισμό του Παπαρρηγόπουλου, έγινε μεν σύμβολο, μορφή, θρύλος, δεν έγινε όμως ο οικοδόμος ενός μεγάλου στερεού πολιτικού οικοδομήματος. Απέτυχε. Ευτύχησε μόνο να πέσει κατά τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε να επιθυμήσει ένας άξιος πολεμιστής πάνω στη μέθη της μάχης και μέσα στην κλαγγή των όπλων. Ο θάνατος σαν από σεβασμό προς τον ήρωα που τόσες φορές αναμετρήθηκε άφοβα μαζί του, απέφυγε να τον χτυπήσει κατάστηθα. Προτίμησε να κινήσει εναντίον του, αντί για το ξίφος ενός γενναίου αντιπάλου, το στοργικό χέρι μιας γριάς μητέρας Αργίτισσας. Λεπτή διάκριση, από μέρους του, για να μη δώσει το δικαίωμα σε κανέναν πολεμιστή να καυχηθεί πως πάλεψε και νίκησε σε αγώνα στήθος με στήθος με τον «Αετό» της Ηπείρου.
Ο Πύρρος γεννήθηκε το 319 προς το 318 π.Χ., εφτά περίπου χρόνια ύστερα από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η βασιλική οικογένεια των Μολοσσών, στην οποία ανήκε ο Πύρρος, ιστορούσε την καταγωγή της από τον Αχιλλέα, το θρυλικό ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Ο γιός του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, εγκαταστάθηκε στη χώρα που κατοικούσαν οι Μολοσσοί γύρω από τα Γιάννενα και τη Δωδώνη και έγινε ο ιδρυτής της δυναστείας των «Πυρριδών». Τον Νεοπτόλεμο ο λαός τον έλεγε Πύρρο, γιατί ήταν κοκκινομάλλης κι από τότε όλη η δυναστεία του πήρε το όνομα των Πυρριδών.
Στη σειρά της βασιλικής διαδοχής έρχεται ο Πύρρος, εικοστός τρίτος από τον Αχιλλέα, τον αρχηγό του οίκου των Μολοσσών. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς των Μολοσσών Αιακίδης και μάνα του η Φθία, θυγατέρα του Μένωνος από τη Θεσσαλία. Οι αδελφοκτόνοι πόλεμοι των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ανάγκασαν τον μικρό Πύρρο να ζήσει δύο φορές στην εξορία. Μια φορά, ο δωδεκάχρονος Πύρρος στην αυλή του Γλαυκία, στην Ιλλυρία, ο οποίος αργότερα το 307 π.Χ. τον εγκατέστησε ως βασιλιά των Μολοσσών και όταν τον ανέτρεψαν οι Μολοσσοί, για δεύτερη φορά, ο Πύρρος βρέθηκε το 302 π.Χ. (δεκαεφτά χρόνων) εξόριστος στην Ασία, κοντά στον γαμπρό του το Δημήτριο Πολιορκητή και μετά στην αυλή του Πτολεμαίου του Λάγου, βασιλιά της Αιγύπτου, ως όμηρος.
Κοντά στο Δημήτριο Πολιορκητή, ο Πύρρος πήρε τα πρώτα μαθήματα της στρατιωτικής τέχνης. Έμαθε για τις διάφορες πολιορκητικές μηχανές, την τέχνη της πολιορκίας, γνώρισε τους ελέφαντες, ως πολεμικό όπλο και είδε τη νέα στρατιωτική τακτική των Μακεδόνων με τη διάταξη των φαλάγγων, την τακτική εκείνη που με τόση επιτυχία χρησιμοποίησε ο Μέγας Αλέξανδρος για να συντρίψει τους αντιπάλους του. Η ευκαιρία για να αναφανούν οι στρατιωτικές αρετές του νεαρού Πύρρου δεν άργησε να παρουσιαστεί. Στην Ίψο της Φρυγίας, το 301 π.Χ., τέσσερις από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος, ο Κάσσανδρος και ο Πτολεμαίος, επετέθησαν ενωμένοι κατά του Αντιγόνου, του πατέρα του Δημητρίου. Στη μάχη αυτή, αποκαλύφθηκε η απαράμιλλη ανδρεία και οι έξοχες στρατιωτικές αρετές του Πύρρου.
Αν και η μάχη στην Ίψο έληξε με ήττα του Δημητρίου, ο Πύρρος, πιστός στους φίλους του, δεν εγκατέλειψε τον νικημένο γαμπρό του και όταν κλείστηκε συμφωνία μεταξύ του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου και του Δημητρίου και έπρεπε να σταλούν στον Πτολεμαίο όμηροι, ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας, ο Πύρρος, χωρίς να διστάσει, δέχτηκε να πάει στην Αίγυπτο, ώς όμηρος. Στην Αίγυπτο ο Πύρρος συγκέντρωσε τη γενική προσοχή και το γενικό θαυμασμό, για τις περιπέτειες της ζωής του και για τη διάκρισή του στη μάχη στην Ίψο. Γρήγορα έγινε ευνοούμενος του Πτολεμαίου και της Βερενίκης, παντρεύτηκε την Αντιγόνη, κόρη της Βερενίκης και επανέκτησε με τη βοήθεια του Πτολεμαίου, το θρόνο του πατέρα του, το 296 π.Χ.
Με τη δεύτερη και οριστική βασιλεία του Πύρρου, αρχίζει η πραγματική στρατιωτική και πολιτική του σταδιοδρομία, αρχίζουν οι λαμπρές, οι εκθαμβωτικές σελίδες της ιστορικής του ζωής, αρχίζει τέλος να παίζει πρωτεύοντα ρόλο η αφανής, η άδοξη, ως τότε, Ήπειρος. Χώρα φτωχική, με γη κατά μέγα μέρος ορεινή και άγονη, χωρίς κανένα πλούτο , με καθυστέρηση στο εκπολιτιστικό επίπεδο, η Ήπειρος, έδινε το δικαίωμα στους άλλους Έλληνες να αποκαλούν κατά την 5η και 4η π.Χ. εκατονταετία τους Ηπειρώτες βαρβάρους, αν και μιλούσαν την ίδια γλώσσα (Δωρική διάλεκτο), αν και πίστευαν στους ίδιους θεούς και είχαν τα ίδια έθιμα. Πως ήταν λοιπόν δυνατόν ο Πύρρος με το νεανικό του ενθουσιασμό να ανεχθεί να βλέπει την Ήπειρο σε κατάσταση βαρβαρότητας; Άρχισε να εξωραΐζει και να στολίζει με αγάλματα τις πόλεις και να φροντίζει για την εκτέλεση τεχνικών έργων. Έδωσε ώθηση στη διάδοση της Ελληνικής παιδείας. Έκτισε καινούριες πόλεις, με σύγχρονες οικοδομικές αντιλήψεις, όπως τη Βερενικίδα και την Αντιγόνεια. Διακόσμησε την Αμβρακία, όταν την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Έχτισε μεγαλοπρεπή ανάκτορα στο δυτικό μέρος της πόλεως, τα γνωστά υπό το όνομα «Πύρρειον», οικοδόμησε ναούς, θέατρο, ανήγειρε πολλά μνημεία τέχνης, ανδριάντες, αγάλματα και γενικά δημιούργησε μια πόλη εφάμιλλη με τις άλλες ελληνικές πρωτεύουσες. Τέτοια ήταν η οικονομική άνθηση της Αμβρακίας, ώστε τα νομισματοκοπεία της έκοβαν κατά τη διάρκεια του έτους δύο και τρεις σειρές νομισμάτων.
Ο Πύρρος ένωσε την Ήπειρο κάτω από το σκήπτρο του και δημιούργησε ένα σημαντικό βασίλειο που άρχιζε από τα Κεραύνια βουνά και την Αυλώνα και έφτανε ως τον Αχελώο. Από την εποχή αυτή πήρε και τον τίτλο του βασιλιά της Ηπείρου. Ο Δημήτριος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, το 289 π.Χ., επετέθη αιφνιδιαστικά εναντίον των Αιτωλών συμμάχων του Πύρρου και με σκοπό μετά να εισβάλει στην Ήπειρο και να την υποτάξει. Ο Πύρρος, αντιμετώπισε 10.000 Μακεδόνες με επικεφαλής τον Πάνταυχο, στρατηγό του Δημητρίου, κοντά στο Αμφιλοχικό Άργος, όπου και τον συνέτριψε. Μαθαίνοντας τη συντριβή του Πάνταυχου, ο Δημήτριος με τον υπόλοιπο στράτευμά του επέστρεψε στη Μακεδονία.
Δεν είναι γνωστό ποιος αποκάλεσε τον Πύρρο «Αετό». Ο Πλούταρχος αναφέρει πως οι Ηπειρώτες τον ονόμασαν έτσι κατά την ηρωική μονομαχία του με τον Πάνταυχο. «Αετός» ονομάστηκε ο Πύρρος και ήταν πραγματικά αετός. Όχι μόνο για τις ομοιότητες που είχε με το βασιλιά του φτερωτού κόσμου στην πάλη και στον αγώνα, αλλά και τις ψυχικές του ακόμα ομοιότητες. Γιατί πολύ ψηλά, πολύ πιο πάνω από τα χαμηλά αισθήματα των μικρών ανθρώπων στεκόταν ψυχικά ο Πύρρος. Τόσο ψηλά, όσο ψηλά αρέσκεται να πετάει και να στέκεται ο αετός. Και όπως ο αετός, έτσι και ο Πύρρος είχε έμφυτη την τόλμη για τις μεγάλες πράξεις, για την αστραπιαία ενέργεια.
Με αρκετές επιχειρήσεις που έκανε ο Πύρρος επεξέτεινε την κυριαρχία του προς το βορρά. Το κράτος του άρχιζε από την Επίδαμνο, το σημερινό Δυρράχιο, περιελάμβανε την Κέρκυρα, ολόκληρη την Ήπειρο κι έφθανε ως τον Αχελώο. Ήταν ένα στερεό, ομοιογενές κράτος. Δεν ήταν όμως, το κράτος που ονειρευόταν, ούτε το κράτος που ανταποκρινόταν στις φιλοδοξίες του. Τα σχέδια του ήταν πολύ μεγαλύτερα. Τα σχέδιά του ήταν: να κατακτήσει την Ιταλία και Σικελία, έπειτα διαδοχικά την κατάκτηση της Λιβύης και της Καρχηδόνας και τέλος, με βάση την κολοσσιαία αυτή δύναμη, εύκολη κατάκτηση της Μακεδονίας και της Ελλάδας. Να το μεγάλο του σχέδιο!!! Η Ήπειρος κοσμοκράτειρα και ο «Αετός» κυρίαρχος της Μεσογείου και των μεσογειακών λαών. Σχέδιο γιγάντιο, μεγαλόπνοο, εφάμιλλο με τους σκοπούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με μόνη τη διαφορά πως στην εκτέλεση ακολουθούσε την αντίστροφη κατεύθυνση.
Ο δρόμος που ακολούθησε ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πρώτα η κατάκτηση της Ελλάδας κι έπειτα η κατάκτηση της Ασίας και της Αφρικής. Ο Πύρρος ακολούθησε αντίθετο δρόμο και αντί να στραφεί προς ανατολάς, στράφηκε προς δυσμάς. Το τέρμα όμως και των δύο αυτών δρόμων ήταν το ίδιο: η δημιουργία ενός τεράστιου και ενιαίου κράτους, η κοσμοκρατορία.
Με τις μεγάλες αυτές ελπίδες ξεκίνησε ο Πύρρος το 280 π.Χ. (σε ηλικία 37 ετών) για την κατάκτηση της Ιταλίας, όταν ο Τάρας, μια από τις πλουσιότερες κι επιφανέστερες ελληνικές πόλεις της Νότιας Ιταλίας, ζήτησε βοήθεια, λόγω της απειλής των Ρωμαίων. Κατατρόπωσε τις Ρωμαϊκές λεγεώνες κοντά στον ποταμό Σίρι, έχοντας ένα «μυστικό» όπλο, τους ελέφαντες, άγνωστο έως τότε στους Ρωμαίους. Το 279 π.Χ. βάδισε κατά της Ρώμης και νίκησε τους Ρωμαίους στο Άσκλο, στους πρόποδες ενός βουνού της Απουλίας, όμως έχασε και ο Πύρρος πολλούς στρατηγούς και 3.500 στρατιώτες (γι αυτό η νίκη του αποκαλείται « Πύρρειος»). Νίκησε τους Καρχηδόνιους στην πόλη Έρυκα της Σικελίας και χωρίς πλέον σοβαρή αντίσταση κατέλαβε ολόκληρη τη Σικελία. Αφού έμεινε στη Σικελία τρία περίπου χρόνια, ο Πύρρος το 276 π.Χ. μάζεψε τον στρατό του και το στόλο του και γύρισε στην Ιταλία.
Στη μάχη του Βενεβέντο, το 274 π.Χ., ο Πύρρος ηττήθηκε από τις λεγεώνες του Μάνιου Κούριου, χάνοντας 33.000 στρατιώτες, οπότε αναγκάστηκε με τον υπόλοιπο στρατό του (8.000 πεζούς και 500 ιππείς) να επιστρέψει στην Ήπειρο. Ο πόλεμος του Πύρρου στην Ιταλία, υπήρξε στην ουσία η πρώτη και τελευταία προσπάθεια της Ελλάδας για την παρεμπόδιση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την προστασία της ελευθερίας των Ελλήνων. Το τεράστιο σχέδιο της ιδρύσεως ενός μεγάλου ελληνικού κράτους, που θα περιλάμβανε την Ιταλία, τη Σικελία, την Αφρική και ύστερα την Ασία και την Ελλάδα, ναυάγησε. Το όνειρο με το οποίο ο «Αετός» φτερούγισε από την Ήπειρο στην Ιταλία δεν πραγματοποιήθηκε.
Δεν γνωρίζουμε τα κίνητρα, που ώθησαν τον Πύρρο, να στραφεί εναντίον του βασιλιά της Μακεδονίας, του Αντίγονου Γονατά. Στα στενά του Αώου, νίκησε το στρατό του Αντίγονου, ο οποίος αποτελείτο κυρίως από Γαλάτες. Περιήλθε στην εξουσία του το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας (έφθασε μέχρι την Έδεσσα) και της Θεσσαλίας, όμως δε συνέχισε τον πόλεμο στην Μακεδονία για να διώξει τελείως από αυτήν τον Αντίγονο, αλλά εισβάλει στην Πελοπόννησο, το 273 π.Χ. για να επιτεθεί κατά της Σπάρτης, να αποκαταστήσει στο θρόνο τον Κλεώνυμο και ταυτόχρονα να κατακτήσει ολόκληρη την Πελοπόννησο. Με 25.000 πεζούς, 2.000 ιππείς και 24 ελέφαντες, απεβιβάσθη ο Πύρρος στην Πελοπόννησο και άρχισε η προέλασή του εναντίον της Σπάρτης, με πολύ ευνοϊκές συνθήκες, γιατί ο βασιλιάς της Αρέας έλειπε στην Κρήτη. Έτσι ο Πύρρος έφθασε ως την πεδιάδα του Ευρώτα, δίχως να συναντήσει αντίσταση. Η τάφρος που κατασκεύασαν, οι γυναίκες και τα κορίτσια της Σπάρτης, με επικεφαλής την Αρχιδάμεια ,την κόρη του Βασιλιά της Σπάρτης,το βαλτώδες έδαφος και η γενναία αντίσταση των υπερασπιστών της Σπάρτης, ανάγκασε τον Πύρρο, ο οποίος είχε μεγάλες απώλειες (σκοτώθηκε και ο γιός του Πτολεμαίος), να αντιληφθεί το μάταιο των επιθέσεών του και να στραφεί προς το Άργος , για να προλάβει την κάθοδο του Αντίγονου. Όμως ο Πύρρος, αν και πρόλαβε να προωθήσει νύχτα το στρατό του μέσα στην πόλη του Άργους, η σύρραξη στην αγορά του Άργους και στα στενά δρομάκια, κατέληξε σε μια σφοδρή και παράξενη νυκτομαχία μεταξύ του στρατού του Αντίγονου και των Γαλατών του Πύρρου, αποφάσισε τελικά να υποχωρήσει και να εγκαταλείψει την πόλη.
Εφαρμόζοντας το σχέδιο υποχώρησης ο Πύρρος και πολεμώντας σκληρά, σε ένα στενό δρόμο, που οδηγούσε στην πύλη της πόλεως, δέχτηκε στο κεφάλι ένα κεραμίδι, που το πέταξε από τη στέγη του σπιτιού της, μια Αργίτισσα γυναίκα, βλέποντας τον Πύρρο έτοιμο να διατρυπήσει τον γιο 4 της. Ήταν τόσο δυνατό το χτύπημα ώστε να σπάσουν οι σπόνδυλοι του τραχήλου του και να λιποθυμήσει. Ένας στρατιώτης του Αντίγονου, ο Ζώπυρος, τον αναγνώρισε και με το ιλλυρικό μαχαίρι έκοψε το κεφάλι του «Αετού» της Ηπείρου. Έτσι ο «Αετός» δίπλωσε σε ηλικία 46 χρονών για πάντα τα φτερά του. Με το θάνατο του Πύρρου, που συνέβη στα τέλη του 272 π.Χ., έσβησε και η δόξα της Ηπείρου. Όλες οι μακεδονικές και θεσσαλικές κτήσεις του, περιήλθαν στον Αντίγονο. Η Ακαρνανία έγινε πάλι ανεξάρτητη. Μόνο η Αμβρακία αφέθηκε στην κυριαρχία της Ηπείρου, στο θρόνο της οποίας ανέβηκε ο γιός του «Αετού» Αλέξανδρος.
Έτσι η Ήπειρος, η άσημη χώρα των κτηνοτρόφων, που πρόβαλε ξαφνικά στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής της Ελλάδας, που κατέλαβε το βασίλειο της Μακεδονίας και το θρόνο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που πάλεψε για την κοσμοκρατορία και την ηγεμονία της Μεσογείου, που αγωνίστηκε μόνη της να πνίξει στη γέννησή του το ρωμαϊκό κράτος, που έγραψε σελίδες δόξας και άφταστου ηρωισμού, ξανάπεσε με το θάνατο του Πύρρου στην παλιά της αφάνεια.
Η Ήπειρος γεννήθηκε με τον Πύρρο, δοξάστηκε μαζί του και έσβησε με το θάνατό του. Πρέπει να κατεβεί κανείς πολλές εκατονταετίες και να φτάσει στην εποχή των Κομνηνών και του Δεσποτάτου της Ηπείρου, για να ξαναβρεί την Ήπειρο να παίζει πάλι ενδιαφέροντα ρόλο στην Ιστορία. Έως τότε όμως η Ήπειρος μένει άσημη και αφανής, άδοξη και περιφρονημένη, ασήμαντη και φτωχική, όπως ήταν την εποχή που την παρέλαβε ο Πύρρος.
Ο έφιππος ανδριάντας του βασιλιά Πύρρου στην πλατεία Κιλκίς της Άρτας, μας υπενθυμίζει, ότι οι ήρωες , μας κράτησαν και μας κρατούν όρθιους, ενώνουν τον Ελληνισμό, γεμίζουν υπερηφάνεια το λαό μας και μεταδίδουν την ιστορία της Αμβρακίας στους ξένους και ντόπιους επισκέπτες.

Είναι ο Μέγας Αλέξανδρος Έλληνας;;;;

normal Alexander the Great Bust Ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος Έλληνας?

Ο Αλέξανδρος Γ’ γεννήθηκε το 356 π.Χ στην Πέλλα, την πρωτεύουσα τότε του Μακεδονικού βασιλείου. Ήταν γιος του Μακεδόνα Φιλίππου Β’ και της Ολυμπιάδας, Πριγκήπισσας των Μολοσσών στην Ήπειρο.
Ο Μακεδονικός βασιλικός οίκος λεγόταν ‘Αργεάδες’ ή ‘Τημενίδες’. Σύμφωνα με την παράδοση ο ιδρυτής του Βασιλικού οίκου – ο οποίος σημειωτέον διαφέρει ανάλογα με την ιστορική πηγή – ήρθε στην Μακεδονία, απο το Άργος της Πελοποννήσου και ήταν απόγονος του Ηρακλή. Ήταν με λίγα λόγια, Ηρακλείδες εξ’ Άργους.
Απο την εποχή του Αλέξανδρου Α’, που έμεινε στην ιστορία με το παρατσούκλι ο ‘Φιλλέλην’, οι Μακεδόνες Βασιλείς μετείχαν στους Ολυμπιακούς αγώνες, στους οποίους ως γνωστόν μόνο Έλληνες μπορούσαν να πάρουν μέρος. Λίγο πολύ θα έχουμε ακούσει όλοι μας την ιστορία του Αλέξανδρου Α’ και την διαμαρτυρία των συναθλητών του σχετικά με το ότι ήταν βάρβαρος και δεν θα έπρεπε να λάβει μέρος. (Εκτενέστερη ανάλυση περί αυτού σε ένα απο τα επόμενα θέματα). Όταν του ζητήθηκαν εξηγήσεις, ο Αλέξανδρος απόδειξε την Ελληνική καταγωγή του, αναφέρομενος στην ιστορία των Τημενιδών και απο τότε ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ξανά.
pompeii art alexander great Ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος Έλληνας?
Ο πατέρας του Αλέξανδρου, Ο Φίλιππος Β’ ήταν γιος του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’ και της Ευρυδίκης, πριγκήπισσας των γειτονικών Λυγκηστών. Οι Λυγκηστές παλαιότερα υπαγόντουσαν στους Μολοσσούς για αυτό τους βρίσκουμε σε ιστορικές πηγές [1] είτε σαν Μολοσσικά έθνη, είτε σαν Λυγκηστές Μακεδόνες. Στην ουσία είχαν αναμειχτεί σε ένα μικρό βαθμό με τους Ιλλυριούς. Ο βασιλικός τους οίκος ισχυριζόταν ότι είναι Βακχιάδες απόγονοι απο την Κόρινθο και παντρευόντουσαν συχνά με μέλη γειτονικών βασιλείων. Η Ευρυδίκη για παράδειγμα ήταν κόρη του Σίρρα ή Ίρρα - άλλοι τον θεωρούν Λυγκηστή [2] και κατ’ άλλους είναι Ιλλυριός- και μιας Λυγκηστίδας πριγκήπισσας.
olympias Ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος Έλληνας?
Σειρά έχει τώρα η γενεαλογία του Αλέξανδρου απο την μεριά της μητέρας του, της Ηπειρώτισσας Ολυμπιάδας. Το όνομα της όπως μαθαίνουμε απο τον έγκριτο ιστορικό W. Heckel “Πολυξένη όταν ήταν παιδί, Μυρτάλη όταν παντρεύτηκε, και αργότερα μετονομάστηκε Ολυμπιάδα και Στρατονίκη“. [3] Το όνομα Ολυμπιάδα της δόθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα απο την νίκη του Φίλιππου στους Ολυμπιακούς αγώνες.
Τα μέλη του βασιλικού οίκου των Μολοσσών, οι λεγόμενοι ‘Αιακίδες’ ισχυρίζονταν να είναι απόγονοι του γιού του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης που κατέφυγαν στην περιοχή μετέπειτα της πτώσης της Τροίας. Στην κλασσική εποχή, η καταγωγή απο φημισμένους Ομηρικούς ήρωες, όπως ο Αχιλλέας, πρόσδιδε τεράστιο κύρος στους απογόνους τους. Η Ολυμπιάδα ήταν κόρη του Νεοπτόλεμου, βασιλιά της Ηπείρου και της Ανασατίας,[4] αγνώστων λοιπών στοιχείων αλλά πιθανότατα Ηπειρώτισσας. Στις αρχές του 6ου αιώνα ο τύραννος της Σικυώνος Κλεισθένης θέλησε να βρει σύζυγο για την κόρη του Αγαρίστη. Κάλεσε τους ‘καλύτερους των Ελλήνων για να αποφασίσει με ποιόν θα πάντρευε την κόρη και ανάμεσα στους μνηστήρες ήταν και ο Βασιλιάς των Μολοσσών, Άλκων.
Ως τώρα εξετάσαμε την γενεαλογία του Αλέξανδρου. Στην συνέχεια, περνάμε σε ένα εξίσου σημαντικό ερώτημα. Πως ένιωθε ο ίδιος ο Αλέξανδρος?
Απ’ όλες τις ιστορικές πηγές, παίρνουμε το ίδιο μήνυμα. Ο Αλέξανδρος δεν έχανε ευκαιρία να πιστοποιεί πόσο περήφανος ήταν που ήταν Έλληνας. Η σούμα απο όλα αυτά είναι: Οι γονείς του είχαν Ελληνική καταγωγή. Ο Αλέξανδρος θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα. Μιλούσε Ελληνικά. Μεγάλωσε και μορφώθηκε απο φημισμένους Έλληνες δάσκαλους και είχε σαν αγαπημένο του βιβλίο, την Ιλιάδα. Πίστευε στους ίδιους θεούς όπως και οι άλλοι Έλληνες. Ανέλαβε να φέρει σε πέρας και τα κατάφερε, μια εκστρατεία, βασισμένη σε μακροχρόνια έχθρα μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, σαν ‘Αρχιστράτηγος των Ελλήνων’. Αυτός και ο στρατός του, διέδωσαν την Ελληνική γλώσσα και πολιτισμό, σε όλα τα έθνη απο τα οποία πέρασαν και κατα συνέπεια ο Αλέξανδρος δικαιότατα έχει παραμείνει δια μέσου των αιώνων σαν ένα σύμβολο της Ελληνικής Ιστορίας και πολιτισμού.