Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Οι βλαχόφωνοι Ηπειρώτες στυλοβάτες του ελληνισμού στη Β. Ήπειρο



Οι βλαχόφωνοι Ηπειρώτες στυλοβάτες του ελληνισμού στη Β. Ήπειρο
 
Γράφει ὁ Παναγιώτης Παπαδόπουλος
Φιλόλογος - Καθηγητής
(Στὴν Ἐφημερίδα «Λαὸς Ἠμαθίας» 16.10.2010)


Οἱ Ἕλληνες τῆς Β. Ἠπείρου, ὅπως καί οἱ ὑπόλοιποι τῶν διαφόρων περιοχῶν ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένοι ἀπό τούς ἀρχαιοτάτους χρόνους, διατήρησαν τήν ἐθνική τους ἰδιαιτερότητα πού στηριζόταν σέ διάφορα πολιτιστικά στοιχεῖα, ἰδιαίτερα στή γλώσσα. Κατά τό χρονικό διάστημα τῆς ρωμαιοκρατίας ἡ στενή ἐπαφή Ἑλλήνων καί Ρωμαίων εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά δημιουργηθεῖ ἡ λατινογενής διάλεκτος πού χρησιμοποιεῖται ἀπό ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ, μέχρι σήμερα.

Ὅταν ἡ Ρωμαϊκή κυριαρχία ἑδραιώθηκε στήν Ἑλληνική χερσόνησο, ἡ χώρα διαιρέθηκε σέ ἐπαρχίες, ὀργανωμένες στρατιωτικά καί διοικητικά. Στή συνέχεια στά στρατηγικά μέρη τῆς Ἠπείρου καί τῆς Θεσσαλίας ἐπιβλήθηκε στρατολογία τῶν κατοίκων. Οἱ στρατολογημένοι αὐτοί Ἕλληνες τῆς Ἠπείρου, στό μεγαλύτερο ποσοστό, καί λιγότερο Θεσσαλοί καί Μακεδόνες, ἦσαν φυσικό σάν ὑπάλληλοι τῶν Ρωμαίων νά ὑποστοῦν τή γλωσσική ἐπίδρασή τους. Ἡ λατινική γλώσσα πού ἀναγκαστικά χρησιμοποιοῦν οἱ Ἕλληνες φύλακες τῶν συνόρων-διαβάσεων, ἀνακατεμένη μέ Ἑλληνικά γλωσσικά στοιχεῖα δημιούργησε τό μέχρι σήμερα ὁμιλούμενο ἰδίωμα τῶν Βλάχων (1).

Ἀλλά καί ὁ συμπολίτης μας Δρ. κ. Ἀντώνης Κολτσίδας, στό σύγγραμμά του, ἐπικαλούμενος τίς μαρτυρίες τοῦ Α. Κεραμόπουλου, συνηγορεῖ μέ τήν ἄποψη ὅτι ἡ στενή ἐπαφή καί ἐπικοινωνία τῶν Ἑλλήνων μέ τούς Ρωμαίους θά γίνει ἀφορμή γιά τή δημιουργία τῆς διαλεκτικῆς μορφῆς πού μιλοῦσαν οἱ βλαχόφωνοι Ἠπειρῶτες Ἕλληνες. Ὡς ἱστορικός καί πολυγραφότατος συγγραφέας ὁ κ. Α. Κολτσίδας καταθέτει καί τήν προσωπική του μαρτυρία, ἀπό τήν πολύχρονη ἐρευνητική του προσπάθεια, βλάχος καί ὁ ἴδιος, ὅτι τά πρῶτα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας, ἀρχίζει ἡ διαμόρφωση τῆς βλάχικης γλώσσας. «Ἀκόμα ἀπό συζητήσεις πού ἔκανα μέ γέροντες αἰωνόβιους Κουτσόβλαχους μπόρεσα νά ἀντλήσω πολλά στοιχεῖα, κυρίως γλωσσικά, γιά νά μπορέσουμε ἔτσι νά παρακολουθήσουμε τήν ἐξέλιξη τῆς γλώσσας ἀπό τά πρῶτα βήματα τῆς δημιουργίας της μέχρι σήμερα». Σέ ἄλλη σελίδα συμπληρώνει: «Οἱ Βλάχοι ἦταν καί ἐξακολουθοῦν νά εἶναι, ἀπό τή στιγμή πού διαφοροποιήθηκαν μόνο γλωσσικά καί ὄχι φυλετικά, γνήσιοι, καθαρά Ἕλληνες ἀδελφοί καί ἀπόγονοι τοῦ Λεωνίδα καί τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου (2).

Ἕνας ἄλλος ἱστορικός τῆς πρωτοβυζαντινῆς περιόδου γράφει: «Ὅσοι μιλοῦσαν λατινικά στίς Ἑλληνικές περιοχές διαφύλαξαν τή συνείδηση τῆς καταγωγῆς τους, γιατί οἱ κάτοικοί τους ἦταν στό σύνολό τους Ἕλληνες, μιλοῦσαν δέ λατινικά ἰδίως οἱ δημόσιοι ὑπάλληλοι (3).

Σέ ὅλο τό διάστημα τῆς Τουρκικῆς σκλαβιᾶς οἱ λατινόφωνοι πληθυσμοί διατήρησαν τήν ἐθνική τους συνείδηση ἀλώβητη. Ἐκτός τούτου συνέβαλαν στήν ἐθνική καί πολιτιστική ἀναγέννηση τῆς φυλῆς μας.

Σ’ ὅλες τίς ἐπαναστατικές δραστηριότητες τῶν Ἑλλήνων ἀπό τήν ἐποχή τῆς δημιουργίας Ἑλληνικοῦ κράτους μέχρι τούς Βαλκανικούς πολέμους 1912-13, ὁ Βλαχόφωνος Ἑλληνισμός παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ἀκόμη καί στά δύσκολα χρόνια του Μακεδονικοῦ ἀγώνα οἱ Βλαχόφωνοι μέ τούς Σλαβόφωνους Ἕλληνες, συγκροτοῦν τά πρῶτα ἀντάρτικα σώματα γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς Βουλγάρους κομιτατζῆδες καί τήν ἀπειλή πού ἐξέφραζαν.

Τήν ἴδια ἐποχή, Ἕλληνες Ἠπειρῶτες βλαχόφωνοι ἐφοπλιστές τοῦ ἐξωτερικοῦ συνδράμουν οἰκονομικά τό Ἑλληνικό κράτος στά ἐξοπλιστικά τους προγράμματα, στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ὁ Βλαχόφωνος Ἀβέρωφ ἔδωσε τά χρήματα γιά νά ἀγορασθεῖ τό, γνωστό γιά τήν ἱστορία του, θωρηκτό «Ἀβέρωφ» (1).

Στήν προσπάθειά μας νά δώσουμε μία πλήρη εἰκόνα τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Β. Ἠπείρου κατά τό παρελθόν, πρίν ἀναφερθοῦμε στά γεγονότα τῶν τελευταίων ἐτῶν, κρίναμε σκόπιμο νά ἀναζητήσουμε κάποια στοιχεῖα γιά τόν πληθυσμό καὶ τήν ἐκπαίδευση στά χρόνια της ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Στήν ἐπιστημονική της ἐργασία ἡ Δρ. Ἀθηνᾶ Κολτσίδα, συμπολίτισσά μας γράφει: «Στή διάρκεια αὐτῶν τῶν χρόνων (18ος – 19ος καί τά πρῶτα χρόνια τοῦ 20οῦ αἰώνα) ὁ πληθυσμός τῶν οἰκισμῶν ἀκολουθοῦσε τά ἑκάστοτε μεγέθη των, τά ὁποῖα ἀναφέρονται σέ διάφορες πηγές καί ἐπισημαίνονται ἀπό περιηγητές καί μελετητές τῆς ἐποχῆς. Ὁ Ἑλληνισμός τῆς Β. Ἠπείρου ἀναμφισβήτητα ὑπερέβαινε τά δύο τρίτα του συνολικοῦ πληθυσμοῦ καί πρωτοστατοῦσε τόσο στήν πνευματική ὅσο καί στήν οἰκονομική ζωή. Ἐξάλλου δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι ἡ γλώσσα δέν ἀποτελοῦσε ἀπό μόνη της μοναδικό κριτήριο γιά τήν ἐθνικότητα ὅσων τήν χρησιμοποιοῦσαν, ἀφοῦ γιά τόν καθορισμό τῆς ἐθνικότητας κάποιου, πιό μεγάλη βαρύτητα ἀποκτοῦσε ἡ συνείδηση, ἡ θρησκεία καί ἡ παράδοση των…

Ἐπιπλέον οἱ Ἕλληνες, ἐκτός ἀπό τά Ἑλληνικά, μιλοῦσαν τά ἀρωμουνικά (βλάχικα), καί τά ἀλβανικά καί εἶχαν ὅλοι τους ἑνιαία ἑλληνική καί χριστιανική συνείδηση».
Ὡς πρός τόν πληθυσμό ἡ συγγραφέας σημειώνει: «Ὁ συνολικός πληθυσμός τῶν κατοίκων τῆς Β. Ἠπείρου ἀνερχόταν (στά χρόνια 1872-1874) σέ 126.568 κατοίκους: 40.375 στήν περιοχή Δρυϊνουπόλεως (σαντζάκι Ἀργυροκάστρου), 19.613 στήν ἐπαρχία Κορυτσᾶς (σαντζάκι Κορυτσᾶς), 2.500 στά τμήματα τῶν καξάδιων Πωγωνίου καί Φιλιατῶν…».

Σύμφωνα μέ τόν «Ἐθνολογικό χάρτη τῆς Β. Ἠπείρου τοῦ 1913» ἡ Β. Ἤπειρος κατοικοῦνταν ἀπό 228.422 κατοίκους ἀπό τούς ὁποίους οἱ 116.888 ἦταν Ἕλληνες καί οἱ 111.534 Ἀλβανοί, δηλ. 51,1% Ἕλληνες καί 48,9% Ἀλβανοί.

Ἀπό τόν πίνακα πού ἀκολουθεῖ φαίνεται ἡ ὑπεροχή τοῦ Ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἔναντι τοῦ Ἀλβανικοῦ στή Β. Ἤπειρο τό 1913.
Κορυτσᾶ: Ἕλληνες 32.873 – Ἀλβανοί 35.804
Χειμάρρα: Ἕλληνες 6.188 – Ἀλβανοί 4.460
Λεσκοβίκιο: Ἕλληνες 6.455 – Ἀλβανοί 3.993
Τεπελένι: Ἕλληνες 6.093 – Ἀλβανοί 6.727
Γεν. Σύνολο: Ἕλληνες 116.888 – Ἀλβανοί 111.534

Σέ ὅλες τίς στατιστικές στήν ἀναφερόμενη πιό πάνω περίοδο, ἀναγνωρίζεται ἡ ὑπεροχή τοῦ Ἑλληνικοῦ στοιχείου στή Β. Ἤπειρο. Ἀκόμη καί στήν Τουρκική στατιστική τοῦ 1908 οἱ Ἕλληνες ἀνέρχονται σέ 128.000 καί οἱ Ἀλβανοί 95.000 (4). Ὕστερα ἀπό αὐτά καταλαβαίνει καθένας μας, πῶς λειτουργεῖ τό διεθνές δίκαιο στήν ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης, ὅταν αὐτή στηρίζεται στή δύναμη τοῦ ἰσχυρότερου τῶν ὅπλων.





Οἱ Βλάχοι ἦταν καί ἐξακολουθοῦν νά εἶναι, ἀπό τή στιγμή πού διαφοροποιήθηκαν μόνο γλωσσικά καί ὄχι φυλετικά, γνήσιοι, καθαρά Ἕλληνες ἀδελφοί καί ἀπόγονοι τοῦ Λεωνίδα καί τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου