του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Για μια ακόμη φορά, η δύναμη ισχύος της αμερικανικής διπλωματίας έχει συγκεντρωθεί στην περιοχή μας. Γιατί είναι κυρίως από τις εξελίξεις σε Ελλάδα και Κύπρο που θα κριθεί αποφασιστικά το μέλλον της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ. (Και επιπλέον, γιατί πρέπει να προχωρήσει η επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια και η αποκοπή της περιοχής από τη Ρωσία, με ότι συνεπάγεται για Σκόπια, Κόσοβο και αγωγούς). Ο κρίσιμος χρόνος για την επίτευξη των αγγλοαμερικανικών επιδιώξεων είναι το επόμενο τρίμηνο έως εξάμηνο.
Η Ουάσιγκτον επιδιώκει την ένταξη της Τουρκίας για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα σημασία έχει ο υπερατλαντικός έλεγχος της Ευρώπης, στοιχείο απαραίτητο για τη διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ, όπως τη γνωρίζουμε. Η τουρκική ένταξη, αν πραγματοποιηθεί, συνιστά τη χαριστική βολή στην ευρωπαϊκή ιδέα, στην ιδέα δηλαδή μιας Ευρώπης δυνάμει ανεξάρτητης από τις ΗΠΑ.
Οι γεωπολιτικές αυτές συνέπειες ενισχύονται από τις κοινωνικές συνέπειες της τουρκικής ένταξης. Η διαρκής διεύρυνση της ΕΕ, σε όλο και πιο διαφορετικές και φτωχότερες χώρες, χωρίς αλλαγή οικονομικού μοντέλου, χωρίς ούτε καν τις χρηματοδοτικές ροές που κατευθύνθηκαν στον ευρωπαϊκό νότο και με απαγόρευση φορολογικής και κοινωνικής εναρμόνισης στο εσωτερικό της ΕΕ, συνιστούν μια ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη πολιτική. Οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην εξίσωση προς τα κάτω των κοινωνικών, φορολογικών και οικολογικών στάνταρτς σε μια Ευρώπη που γίνεται, όλο και περισσότερο, αυτό που ανέκαθεν επεδίωκε το Λονδίνο: μια ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών.
Ζώνη υποκείμενη στη μονεταριστική δικτατορία μερικών εκατοντάδων «ευρωατλαντικών» επιχειρήσεων και τραπεζών, που κρύβονται πίσω από την Κομισιόν και την (υποτίθεται) «ανεξάρτητη» Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μια τέτοια Ευρώπη θα ολισθήσει αναπόφευκτα όλο και περισσότερο στην εξάρτηση από τις ΗΠΑ, καθιστάμενη απλή οικονομική και ιδεολογική «βιτρίνα» ενός ΝΑΤΟ με παγκόσμιες φιλοδοξίες.
Το σχέδιο της τουρκικής ένταξης είναι πίσω από την κινητικότητα της τελευταίας δεκαετίας περί το κυπριακό. Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν ξεσηκώθηκαν ξαφνικά να ζητήσουν λύση, ούτε οι διεθνείς δυνάμεις (οι ίδιες ακριβώς άλλωστε που δημιούργησαν το κυπριιακό!) ανησύχησαν ξαφνικά για την ανάγκη συμφιλίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο θέλουν λύση και τη θέλουν, όσο το δυνατόν, στα μέτρα τους, εξυπηρετική δηλαδή και της πάγιας επιδίωξής τους να ελέγξουν την Κύπρο, «οικόπεδο» πρώτης αξίας στην παγκόσμια γεωπολιτική και γεωοικονομική σκακιέρα.
Δεν τους φτάνουν φιλοδυτικές κυβερνήσεις, επιθυμούν την κατάλυση του κυπριακού κράτους, ως οργανωμένης, θεσμικής μορφής άσκησης της κυριαρχίας στο νησί των κατοίκων του, του κυπριακού λαού. Γιατί όσο υφίσταται, έστω και ακρωτηριασμένο κυπριακό κράτος, ανεξάρτητο και δημοκρατικό, γνωρίζουν ότι αυτό το κράτος μπορεί αύριο να συνάψει αίφνης μια συμφωνία με τον Πούτιν για τον ελλιμενισμό του ρωσικού στόλου. Δεν τους φτάνει λοιπόν η τοποθέτηση φιλοδυτικών κυβερνήσεων, ούτε η ύπαρξη βρετανικών βάσεων, χρειάζονται τη διάλυση του κράτους, την θεσμική επαναφορά της Κύπρου σε αποικιακό καθεστώς. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να μην το «τραβήξουν» μέχρις εκεί, αλλά, πέραν του κινήτρου της ανάγκης διευκόλυνσης της τουρκικής ένταξης, έχουν διαπιστώσει από την εμπειρία τους ότι η ιθύνουσα τάξη και η πολιτική ελίτ Ελλάδας και Κύπρου είναι συχνά διατεθειμένη να φτάσει ως εκεί τις παραχωρήσεις, ότι συχνά προβάλλει «αντίσταση μηδέν», γεγονός που αναπόφευκτα άνοιξε την όρεξη σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο.
Είναι οι πολιτικές ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου που συζητάνε εδώ και πάρα πολλά χρόνια απολύτως εξωφρενικές ρυθμίσεις, που κανένα ευρωπαϊκό ή και αφρικανικό κράτος, που θα σεβόταν έστω στοιχειωδώς τον εαυτό του, δεν θα μπορούσε καν να συζητήσει. Ρυθμίσεις που, αν τις πρότεινε πρωτοετής φοιτητής νομικής, θα έπρεπε να τον αποβάλουν από το πανεπιστήμιο ως ανεπίδεκτο μαθήσεως. Ποιο κράτος μπορεί να δεχθεί αίφνης τη μετατροπή της πλειοψηφίας του πληθυσμού σε μειοψηφία στα όργανα τελικών αποφάσεων, εκπροσωπούμενη από μη αιρετούς εκπροσώπους; Ποιο κράτος θα μπορούσε να δεχθεί να «σταθμίζονται» οι ψήφοι των πολιτών, ανάλογα με την εθνικότητά τους; Αυτά όμως προέβλεπε το σχέδιο Ανάν, αυτά προβλέπουν τώρα οι προτάσεις του κ. Χριστόφια στις διακοινοτικές της Λευκωσίας.
Η Κύπρος δεν μπορεί να ξαναγίνει επισήμως αποικία. Η νεοαποικιοποίησή της περνάει μέσα από την υιοθέτηση μιας ρύθμισης που θα καταργεί το κράτος, ως οργανωμένη μορφή λαϊκής κυριαρχίας, χωρίς όμως να το λέει. Το σχέδιο Ανάν ήταν αυτό ακριβώς. ‘Εδινε την απόλυτη εξουσία στην Κύπρο σε τρεις ξένους δικαστές, που διόριζε ο Κόφι Αννάν (η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο δηλαδή) και τρεις ξένους στρατούς, ενώ αφόπλιζε το νησί και στερούσε από τους κατοίκους του το κεντρικότερο δικαίωμα που τους αναγνωρίζει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ: το δικαίωμα της αυτοάμυνας.
Το σχέδιο δεν συμφιλίωνε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριιους, διαιώνιζε τις αιτίες της διαμάχης τους και προσέθετε νέες, ώστε να στηρίζει τελικά με χιλιάδες πολιτικούς και θεσμικούς μοχλούς τον επιδιαιτητικό ρόλο των Αγγλοαμερικανών. Μετέτρεπε την Κύπρο σε αγγλοαμερικανικό προτεκτοράτο. Ο τρόπος που το κατάφερνε αυτό, δια της εσωτερικής θεσμικής διαιώνισης της διαμάχης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Ελλάδας και Κύπρου, θα οδηγούσε πιθανότατα σε εθνοτική σύρραξη στην Κύπρο.
Αυτός ήταν ο λόγος που δεν ήταν επιθυμητό από τον τουρκικό στρατό, που δεν ήθελε να παραδώσει την «ΤΔΒΚ». Ο Ερντογάν συμφώνησε στο σχέδιο για τρεις λόγους: πρώτον, για να προωθήσει την τουρκική ένταξη, δεύτερο, γιατί εκτιμά ότι στερούμενοι του κράτους τους, αποποιούμενοι των δικαιωμάτων τους, οι Ελληνοκύπριοι θα βρεθούν σε θέση πλήρους αδυναμίας. Τρίτο, γιατί εκτίμησε ότι αυτό ήταν το μάξιμουμ που μπορούσε να αποσπάσει η Τουρκία στην Κύπρο κι ότι θα έβγαινε κερδισμένη καθιστώντας τους Τουρκοκύπριους (18% του πληθυσμού) απολύτως ισότιμους με τους Ελληνοκύπριους στο μόρφωμα αυτό και κερδίζοντας ταυτόχρονα την αθώωσή της για την εισβολή του 1974 και την ενταξιακή της προοπτική.
Το σχέδιο Ανάν προσέκρουσε όμως στην αντίδραση, έστω και την τελευταία στιγμή, του Τάσσου Παπαδόπουλου, του Βάσου Λυσσαρίδη και μερικών συμμάχων τους, όπως, και κυρίως του ίδιου του κυπριακού λαού. Τώρα επανέρχεται με άλλη μορφή. Τόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη της επαναφοράς αυτής, που οι Αγγλοαμερικανοί ενεθάρρυναν, κατά πολύ ασυνήθιστο, εξαιρετικό τρόπο, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου να αναλάβει τη διακυβέρνηση του νησιού. Το ΑΚΕΛ δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ελπίζει κάτι τέτοιο.
Καλείται, σε αντάλλαγμα της «άδειας» να κυβερνήσει το νησί, να αναλάβει την ευθύνη να περάσει ρυθμίσεις που καταλύουν στην ουσία το κυπριακό κράτος. Φοβούμεθα ότι, ο δρόμος στον οποίο έχει μπει το ΑΚΕΛ κινδυνεύει να το οδηγήσει αναπόφευκτα σε πλήρη εκφυλισμό και προδοσία (και φυσικά στο τέλος του ιστορικού κόμματος της κυπριακής αριστεράς, αφού θα το πετάξουν σαν στυμμένη λεμονόκουπα, όταν θα έχει εκπληρώσει την «αποστολή» του). Ελπίζουμε ότι θα βρεθούν δυνάμεις να διακόψουν έναν κατήφορο που παρουσιάζειο ομοιότητες με την πορεία του ΚΚΕ το 1943-45 ή του ΚΚΣΕ το 1987-91. Δεν θα θέλαμε να περιγράψουμε έτσι το ΑΚΕΛ, με δισταγμό χρησιμοποιούμε τέτοιες βαριές εκφράσεις κι αν το κάνουμε είναι γιατί δεν θα θέλαμε ούτε η κυπριακή αριστερά, ούτε η ελληνική κεντροαριστερά να πρωταγωνιστήσουν σε μια εθνική καταστροφή, που ασφαλώς θα εξελιχθεί και σε κοινωνική. Αλλά πώς να περιγράψουμε πολιτικούς που ισχυρίζονται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι είναι αριστεροί και δημοκράτες, συγκατατίθενται όμως με τόση ευκολία στην κατάργηση των πιο στοιχειωδών εθνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των ομοεθνών τους;
Ο συσχετισμός στρατιωτικής ισχύος Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Ελλάδας και Τουρκίας στην Κύπρο είναι σαφώς υπέρ της δεύτερης πλευράς, κρινόμενος τουλάχιστο τοπικά, στο ίδιο το νησί. Το ίδιο και η θέληση της ‘Αγκυρας να χρησιμοποιήσει, αν χρειασθεί, την στρατιωτική της ισχύ, αντίθετα με μια Αθήνα και Λευκωσία που φοβούνται τον ίσκιο τους και έχουν εμπεδώσει, μετά το 1974, την ήττα στο μυαλό τους (ένα μέρος μάλιστα της ελίτ και των «διανοουμένων» έχει ανακηρύξει ανύπαρκτο τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό). Οι Ελληνοκύπριοι όμως και η Ελλάδα έχουν με το μέρος τους την ισχύ της νομιμότητας, που είναι σημαντικότατο ηθικο-πολιτικό όπλο, έστω και αν είναι ανεπαρκές για να λύσει όλα τα προβλήματά τους. Πολιτικοί, όχι στρατιωτικοί ήταν οι λόγοι που ανάγκασαν την Τουρκία να σταματήσει και να μην καταλάβει ολόκληρη την Κύπρο το 1974.
Και δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα στο νησί, τουλάχιστο χωρίς δυσανάλογο πολιτικό κόστος, αν δεν της είχαν δώσει την ευκαιρία ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και η κυβέρνηση Καρμανλή-Αβέρωφ, με τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960, που εγκαθίδρυαν ένα αντιδημοκρατικό «κράτος προς κατάρρευση» εσωτερικά, παρέχοντας δικαιώματα επέμβασης στην Τουρκία εξωτερικά.
Μετά το 1974, η νομικο-πολιτική ισχύς της ελληνοκυπριακής πλευράς και η διεθνής αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας αντιστάθμισαν επί 35 χρόνια την τουρκική στρατιωτική ισχύ στο νησί και, με την επιπλέον ύπαρξη του παράγοντα «Ελλάδα», διατήρησαν την ειρήνη, αποτρέποντας νέο πόλεμο.
Βεβαίως, ουδείς μπορεί να εμποδίσει μια δύναμη να επιτεθεί σε ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος με υποδεέστερη ισχύ. Θα καταβάλει όμως, αν το πράξει, ένα συνήθως αποτρεπτικό πολιτικό κόστος. Είναι τελείως διαφορετικό το κράτος που επιτίθεται να έχει νόμιμα, αναγνωρισμένα δικαιώματα επέμβασης (όπως συνέβη το 1974) ή να μην είναι σαφές ποιός εκπροσωπεί το απειλούμενο κράτος (όπως μπορεί να συμβεί με την εκ περιτροπής προεδρία που προτείνει ο κ. Χριστόφιας). Αν οι Ελληνοκύπριοι (82% του πληθυσμού!) αποποιηθούν τα δικαιώματα που διαθέτει οποιαδήποτε πλειοψηφία σε όλο τον κόσμο, δεν θα τα επιβάλουν με την ισχύ τους. Οι άλλοι θα επιβληθούν επ’ αυτών. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο το κράτος στην Κύπρο και όχι η διάλυση της νόμιμης κυριαρχίας της πλειοψηφίας σε αδόκιμες, θολές, αντιδημοκρατικές και νεοαποικιακές ρυθμίσεις. Το κύριο πρόβλημα με το σχέδιο Ανάν, δυστυχώς όμως και με το κυοφορούμενο σχέδιο Χριστόφια-Ταλάτ, δεν είναι ο ετεροβαρής χαρακτήρας του υπέρ της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων. Είναι η διάλυση του κράτους που επιχειρείται.
Ας πάρουμε αίφνης την εκ περιτροπής προεδρία. Πουθενά στον κόσμο, ο εκπρόσωπος μιας μειονότητας 18% δεν γίνεται κατά περιόδους υποχρεωτικά αρχηγός του κράτους. Αν το 1963-64 ή το 1974 ήταν ο Κιουτσούκ και όχι ο Μακάριος Πρόεδρος, θα έπαιρνε μαζί του τη διεθνή αναγνώριση του κράτους και οι Ελληνοκύπριοι θα μετετρέποντο σε «κοινότητα εις αναζήτηση διεθνούς κηδεμόνα», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο ιστορικό διάγγελμά του ο αείμνηστος Πρόεδρος Παπαδόπουλος. ‘Οσο για τη στάθμιση των ψήφων, ανάλογα με την εθνικότητα των κατοίκων, ούτε το νοτιοαφρικανικό καθεστώς του απαρτχάιντ δεν τόλμησε να την προτείνει. Κι όμως, αυτές είναι δύο μόνο από τις προτάσεις της ελληνικής πλευράς στις συνομιλίες της Λευκωσίας. Στο βιβλίο μας «Η Αρπαγή της Κύπρου» (Λιβάνης, 2004) είχαμε χρησιμοποιήσει τον όρο «μεταμοντέρνο προτεκτοράτο» για να χαρακτηρίσουμε το μόρφωμα που δημιουργούσε αυτό το σχέδιο, στη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εδώ μας φαίνονται καταλληλότεροι οι όροι «μεταμοντέρνος ζουρλομανδύας» ή «σαχλαμάρα». Αλλά πρόκειται για πολύ επικίνδυνη, μοιραία σαχλαμάρα.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω, οι Ελληνοκύπριοι μπορούν να συνεχίσουν την ασφαλή διαβίωσή τους στην Κύπρο υπό έναν όρο: να διαθέτουν, τουλάχιστον εκεί που ζουν, την προστασία κανονικού κράτους, που σημαίνει κυριαρχία της πλειοψηφίας στις βασικές κρατικές αποφάσεις, αποφασιστική απόρριψη κάθε δυνατότητας τρίτου κράτους να επεμβαίνει στα εδάφη τους, δικαίωμα αυτοάμυνας και μέσο άσκησης κυριαρχίας και αυτοάμυνας, δηλαδή ένοπλες δυνάμεις. Αυτός ο όρος δεν περιγράφει την ιδεώδη λύση, περιγράφει όμως τη συνθήκη υπό την οποία μια λύση θα είναι ασφαλής, θα επιτρέπει δηλαδή μακροχρόνια την επιβίωση των Ελληνοκυπρίων στην Κύπρο και θα καθιστά δυσχερή έναν πόλεμο εναντίον τους.
Δυστυχώς κάτω από την πίεση του διεθνούς παράγοντα, την κληρονομιά σειράς παραχωρήσεων του παρελθόντος, τη διάβρωση των πολιτικών ελίτ και τη βαθειά σύγχυση γύρω από τα ζητήματα της κυριαρχίας και της κρατικής συγκρότησης, η ηγεσία των Ελληνοκυπρίων έχει ήδη ξεπεράσει το όριο της ασφαλούς λύσης. Δυστυχώς υπό το κράτος των ίδιων παραγόντων, και οι αντιτιθέμενοι σε μια τέτοια κατάλυση του κράτους δεν έχουν καταφέρει να διατυπώσουν έναν εύλειπτο και πειστικό, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Κύπρου λόγο, για να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους, πολύ περισσότερο για να πάρουν εκίνοι την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Κατ’ ουσίαν, ουδείς υπερασπίζεται πολιτικά, στο εσωτερικό και διεθνώς, το κυπριακό κράτος, ως θεσμική μορφή της κυριαρχίας της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων του νησιού στην πατρίδα τους. Εξακολουθούν να εκφράζονται σε μια ακατανόητη πλέον γλώσσα, γεμάτη αναφορές σε νομικούς όρους, με την οποία προσπαθούν ανεπιτυχώς να κρύψουν την αμηχανία τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελευταίο ανακοιινωθέν του Εθνικιού Συμβουλίου). Επιπλέον, επειδή οι Κύπριοι έχουν συνηθίσει να ακούν για προσπάθειες λύσης και να μην λύνεται τίποτα, δεν συνειδητοποιούν πόσο σοβαρά είναι αυτή τη φορά τα πράγματα, λόγω της πίεσης του διεθνούς παράγοντα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει κάποτε: «Αν η Κύπρος χαθεί και η Ελλάδα θα χαθεί». Δεν πρόκειται για απλό σχήμα λόγου, πατριωτική «κορώνα» χωρίς περιεχόμενο. Η μετατροπή της Κύπρου σε γιγαντιαία ‘Ιμβρο ή Τένεδο δεν εγκυμονεί μόνο τον κίνδυνο εθνοτικής σύρραξης στο νησί ή τον κίνδυνο ενδοελληνικής σύγκρουσης (όταν οι ‘Ελληνες θα αντιληφθούν σε τι καθεστώς θα ζήσουν). Δένει και τα χέρια της μητροπολιτικής Ελλάδας, καθιστώντας 700.000 ‘Ελληνες, που θα έχουν χάσει το κράτος τους, ομήρους της καλής θέλησης ‘Αγκυρας, Ουάσιγκτον και Λοινδίνου. Υπό παρόμοιες συνθήκες, η Αθήνα δεν θα μπορεί να ασκεί κυριαρχία ούτε στο Αιγαίο ή τη Θράκη.
Τις επόμενες εβδομάδες και μήνες θα ενταθούν οι προσπάθειες του διεθνούς παράγοντα να εξουδετερώσει κάθε εστία αντίστασης στο πολιτικό, εκδοτικό, επιχειρηματικό, διανοούμενο προσωπικό Κύπρου και Ελλάδας. Θα χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα που μπορεί να αποβούν χρήσιμα.
Μπορεί να οργανωθούν προβοκάτσιες ή να γίνουν δήθεν «μεγάλες παραχωρήσεις» από τον Ερντογάν, που θα κάνουν μεν εντύπωση, δεν θα αλλάξουν όμως τα δεδομένα του προβλήματος, θα χρυσώσουν απλώς το χάπι των Ελληνοκυπρίων, που υφίστανται εδώ και δεκαετίες πλύση εγκεφάλου («εμείς φταίμε για το κυπριακό», «κάθε καινούρια λύση θα είναι χειρότερη»), εξαιτίας της οποίας βρίσκονται υπό την επιρροή της θανάσιμης αυταπάτης ότι θα διατηρήσουν και στο μέλλον το κράτος στο οποίο σήμερα ζουν (απλώς θα προστεθεί κάτι λιγότερο ή κάτι περισσότερο). Επιδίωξη να έρθουν οι Ελληνοκύπριοι σε μια κατάσταση «εγκλωβισμού», που δεν θα μπορούν να πουν όχι σε ένα δεύτερο σχέδιο, που θα φέρει μάλιστα τις υπογραφές των ηγετών τους (κι όταν μάλιστα δεν έχουν καν υπερασπιστεί διεθνώς, πολιτικά, το πρώτο όχι που είπαν)
Ειρήσθω εν παρόδω, μια τέτοια λύση δεν θα είναι μόνο παγίδα για την Κύπρο και την Ελλάδα, θα είναι και για την Ευρώπη. Η Τουρκία θα αποκτήσει από τώρα δικαιώματα εντός της ΕΕ, δια της επιρροής στην ψήφο των Ελληνοκυπρίων. Τόσο η ‘Αγκυρα, όσο και πας ενδιαφερόμενος θα αποκτήσει επιπλέον έναν μοχλό μετατροπής, μέσα από τις ασάφειες του σχεδίου, της Κύπρου σε μια Βοσνία εντός της ΕΕ. Και να θέλει, δεν θα μπορεί να πει όχι στην τουρκική ένταξη, χωρίς να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο στην Κύπρο (αν όχι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας).
Οι ΗΠΑ και η Βρετανία αντιμετωπίζουν τεράστιες, σχεδόν ανυπέρβλητες δυσκολίες στη Μέση Ανατολή. Θάταν πραγματικά κρίμα, εξαιτίας του πολιτικού προσωπικού Ελλάδας και Κύπρου και της διάβρωσης των δύο κοινωνιών, να πετύχουν τώρα έναν θρίαμβο με μοιραίες συνέπειες για τον ελληνικό λαό.
18-10-2009, Δημοσιεύτηκε στο κυπριακό περιοδικό "Σύγχρονη 'Αποψη", τ. 18
http://konstantakopoulos.blogspot.com/
Για μια ακόμη φορά, η δύναμη ισχύος της αμερικανικής διπλωματίας έχει συγκεντρωθεί στην περιοχή μας. Γιατί είναι κυρίως από τις εξελίξεις σε Ελλάδα και Κύπρο που θα κριθεί αποφασιστικά το μέλλον της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ. (Και επιπλέον, γιατί πρέπει να προχωρήσει η επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια και η αποκοπή της περιοχής από τη Ρωσία, με ότι συνεπάγεται για Σκόπια, Κόσοβο και αγωγούς). Ο κρίσιμος χρόνος για την επίτευξη των αγγλοαμερικανικών επιδιώξεων είναι το επόμενο τρίμηνο έως εξάμηνο.
Η Ουάσιγκτον επιδιώκει την ένταξη της Τουρκίας για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα σημασία έχει ο υπερατλαντικός έλεγχος της Ευρώπης, στοιχείο απαραίτητο για τη διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ, όπως τη γνωρίζουμε. Η τουρκική ένταξη, αν πραγματοποιηθεί, συνιστά τη χαριστική βολή στην ευρωπαϊκή ιδέα, στην ιδέα δηλαδή μιας Ευρώπης δυνάμει ανεξάρτητης από τις ΗΠΑ.
Οι γεωπολιτικές αυτές συνέπειες ενισχύονται από τις κοινωνικές συνέπειες της τουρκικής ένταξης. Η διαρκής διεύρυνση της ΕΕ, σε όλο και πιο διαφορετικές και φτωχότερες χώρες, χωρίς αλλαγή οικονομικού μοντέλου, χωρίς ούτε καν τις χρηματοδοτικές ροές που κατευθύνθηκαν στον ευρωπαϊκό νότο και με απαγόρευση φορολογικής και κοινωνικής εναρμόνισης στο εσωτερικό της ΕΕ, συνιστούν μια ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη πολιτική. Οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην εξίσωση προς τα κάτω των κοινωνικών, φορολογικών και οικολογικών στάνταρτς σε μια Ευρώπη που γίνεται, όλο και περισσότερο, αυτό που ανέκαθεν επεδίωκε το Λονδίνο: μια ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών.
Ζώνη υποκείμενη στη μονεταριστική δικτατορία μερικών εκατοντάδων «ευρωατλαντικών» επιχειρήσεων και τραπεζών, που κρύβονται πίσω από την Κομισιόν και την (υποτίθεται) «ανεξάρτητη» Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μια τέτοια Ευρώπη θα ολισθήσει αναπόφευκτα όλο και περισσότερο στην εξάρτηση από τις ΗΠΑ, καθιστάμενη απλή οικονομική και ιδεολογική «βιτρίνα» ενός ΝΑΤΟ με παγκόσμιες φιλοδοξίες.
Το σχέδιο της τουρκικής ένταξης είναι πίσω από την κινητικότητα της τελευταίας δεκαετίας περί το κυπριακό. Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν ξεσηκώθηκαν ξαφνικά να ζητήσουν λύση, ούτε οι διεθνείς δυνάμεις (οι ίδιες ακριβώς άλλωστε που δημιούργησαν το κυπριιακό!) ανησύχησαν ξαφνικά για την ανάγκη συμφιλίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο θέλουν λύση και τη θέλουν, όσο το δυνατόν, στα μέτρα τους, εξυπηρετική δηλαδή και της πάγιας επιδίωξής τους να ελέγξουν την Κύπρο, «οικόπεδο» πρώτης αξίας στην παγκόσμια γεωπολιτική και γεωοικονομική σκακιέρα.
Δεν τους φτάνουν φιλοδυτικές κυβερνήσεις, επιθυμούν την κατάλυση του κυπριακού κράτους, ως οργανωμένης, θεσμικής μορφής άσκησης της κυριαρχίας στο νησί των κατοίκων του, του κυπριακού λαού. Γιατί όσο υφίσταται, έστω και ακρωτηριασμένο κυπριακό κράτος, ανεξάρτητο και δημοκρατικό, γνωρίζουν ότι αυτό το κράτος μπορεί αύριο να συνάψει αίφνης μια συμφωνία με τον Πούτιν για τον ελλιμενισμό του ρωσικού στόλου. Δεν τους φτάνει λοιπόν η τοποθέτηση φιλοδυτικών κυβερνήσεων, ούτε η ύπαρξη βρετανικών βάσεων, χρειάζονται τη διάλυση του κράτους, την θεσμική επαναφορά της Κύπρου σε αποικιακό καθεστώς. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να μην το «τραβήξουν» μέχρις εκεί, αλλά, πέραν του κινήτρου της ανάγκης διευκόλυνσης της τουρκικής ένταξης, έχουν διαπιστώσει από την εμπειρία τους ότι η ιθύνουσα τάξη και η πολιτική ελίτ Ελλάδας και Κύπρου είναι συχνά διατεθειμένη να φτάσει ως εκεί τις παραχωρήσεις, ότι συχνά προβάλλει «αντίσταση μηδέν», γεγονός που αναπόφευκτα άνοιξε την όρεξη σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο.
Είναι οι πολιτικές ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου που συζητάνε εδώ και πάρα πολλά χρόνια απολύτως εξωφρενικές ρυθμίσεις, που κανένα ευρωπαϊκό ή και αφρικανικό κράτος, που θα σεβόταν έστω στοιχειωδώς τον εαυτό του, δεν θα μπορούσε καν να συζητήσει. Ρυθμίσεις που, αν τις πρότεινε πρωτοετής φοιτητής νομικής, θα έπρεπε να τον αποβάλουν από το πανεπιστήμιο ως ανεπίδεκτο μαθήσεως. Ποιο κράτος μπορεί να δεχθεί αίφνης τη μετατροπή της πλειοψηφίας του πληθυσμού σε μειοψηφία στα όργανα τελικών αποφάσεων, εκπροσωπούμενη από μη αιρετούς εκπροσώπους; Ποιο κράτος θα μπορούσε να δεχθεί να «σταθμίζονται» οι ψήφοι των πολιτών, ανάλογα με την εθνικότητά τους; Αυτά όμως προέβλεπε το σχέδιο Ανάν, αυτά προβλέπουν τώρα οι προτάσεις του κ. Χριστόφια στις διακοινοτικές της Λευκωσίας.
Η Κύπρος δεν μπορεί να ξαναγίνει επισήμως αποικία. Η νεοαποικιοποίησή της περνάει μέσα από την υιοθέτηση μιας ρύθμισης που θα καταργεί το κράτος, ως οργανωμένη μορφή λαϊκής κυριαρχίας, χωρίς όμως να το λέει. Το σχέδιο Ανάν ήταν αυτό ακριβώς. ‘Εδινε την απόλυτη εξουσία στην Κύπρο σε τρεις ξένους δικαστές, που διόριζε ο Κόφι Αννάν (η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο δηλαδή) και τρεις ξένους στρατούς, ενώ αφόπλιζε το νησί και στερούσε από τους κατοίκους του το κεντρικότερο δικαίωμα που τους αναγνωρίζει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ: το δικαίωμα της αυτοάμυνας.
Το σχέδιο δεν συμφιλίωνε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριιους, διαιώνιζε τις αιτίες της διαμάχης τους και προσέθετε νέες, ώστε να στηρίζει τελικά με χιλιάδες πολιτικούς και θεσμικούς μοχλούς τον επιδιαιτητικό ρόλο των Αγγλοαμερικανών. Μετέτρεπε την Κύπρο σε αγγλοαμερικανικό προτεκτοράτο. Ο τρόπος που το κατάφερνε αυτό, δια της εσωτερικής θεσμικής διαιώνισης της διαμάχης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Ελλάδας και Κύπρου, θα οδηγούσε πιθανότατα σε εθνοτική σύρραξη στην Κύπρο.
Αυτός ήταν ο λόγος που δεν ήταν επιθυμητό από τον τουρκικό στρατό, που δεν ήθελε να παραδώσει την «ΤΔΒΚ». Ο Ερντογάν συμφώνησε στο σχέδιο για τρεις λόγους: πρώτον, για να προωθήσει την τουρκική ένταξη, δεύτερο, γιατί εκτιμά ότι στερούμενοι του κράτους τους, αποποιούμενοι των δικαιωμάτων τους, οι Ελληνοκύπριοι θα βρεθούν σε θέση πλήρους αδυναμίας. Τρίτο, γιατί εκτίμησε ότι αυτό ήταν το μάξιμουμ που μπορούσε να αποσπάσει η Τουρκία στην Κύπρο κι ότι θα έβγαινε κερδισμένη καθιστώντας τους Τουρκοκύπριους (18% του πληθυσμού) απολύτως ισότιμους με τους Ελληνοκύπριους στο μόρφωμα αυτό και κερδίζοντας ταυτόχρονα την αθώωσή της για την εισβολή του 1974 και την ενταξιακή της προοπτική.
Το σχέδιο Ανάν προσέκρουσε όμως στην αντίδραση, έστω και την τελευταία στιγμή, του Τάσσου Παπαδόπουλου, του Βάσου Λυσσαρίδη και μερικών συμμάχων τους, όπως, και κυρίως του ίδιου του κυπριακού λαού. Τώρα επανέρχεται με άλλη μορφή. Τόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη της επαναφοράς αυτής, που οι Αγγλοαμερικανοί ενεθάρρυναν, κατά πολύ ασυνήθιστο, εξαιρετικό τρόπο, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου να αναλάβει τη διακυβέρνηση του νησιού. Το ΑΚΕΛ δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ελπίζει κάτι τέτοιο.
Καλείται, σε αντάλλαγμα της «άδειας» να κυβερνήσει το νησί, να αναλάβει την ευθύνη να περάσει ρυθμίσεις που καταλύουν στην ουσία το κυπριακό κράτος. Φοβούμεθα ότι, ο δρόμος στον οποίο έχει μπει το ΑΚΕΛ κινδυνεύει να το οδηγήσει αναπόφευκτα σε πλήρη εκφυλισμό και προδοσία (και φυσικά στο τέλος του ιστορικού κόμματος της κυπριακής αριστεράς, αφού θα το πετάξουν σαν στυμμένη λεμονόκουπα, όταν θα έχει εκπληρώσει την «αποστολή» του). Ελπίζουμε ότι θα βρεθούν δυνάμεις να διακόψουν έναν κατήφορο που παρουσιάζειο ομοιότητες με την πορεία του ΚΚΕ το 1943-45 ή του ΚΚΣΕ το 1987-91. Δεν θα θέλαμε να περιγράψουμε έτσι το ΑΚΕΛ, με δισταγμό χρησιμοποιούμε τέτοιες βαριές εκφράσεις κι αν το κάνουμε είναι γιατί δεν θα θέλαμε ούτε η κυπριακή αριστερά, ούτε η ελληνική κεντροαριστερά να πρωταγωνιστήσουν σε μια εθνική καταστροφή, που ασφαλώς θα εξελιχθεί και σε κοινωνική. Αλλά πώς να περιγράψουμε πολιτικούς που ισχυρίζονται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι είναι αριστεροί και δημοκράτες, συγκατατίθενται όμως με τόση ευκολία στην κατάργηση των πιο στοιχειωδών εθνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των ομοεθνών τους;
Ο συσχετισμός στρατιωτικής ισχύος Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Ελλάδας και Τουρκίας στην Κύπρο είναι σαφώς υπέρ της δεύτερης πλευράς, κρινόμενος τουλάχιστο τοπικά, στο ίδιο το νησί. Το ίδιο και η θέληση της ‘Αγκυρας να χρησιμοποιήσει, αν χρειασθεί, την στρατιωτική της ισχύ, αντίθετα με μια Αθήνα και Λευκωσία που φοβούνται τον ίσκιο τους και έχουν εμπεδώσει, μετά το 1974, την ήττα στο μυαλό τους (ένα μέρος μάλιστα της ελίτ και των «διανοουμένων» έχει ανακηρύξει ανύπαρκτο τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό). Οι Ελληνοκύπριοι όμως και η Ελλάδα έχουν με το μέρος τους την ισχύ της νομιμότητας, που είναι σημαντικότατο ηθικο-πολιτικό όπλο, έστω και αν είναι ανεπαρκές για να λύσει όλα τα προβλήματά τους. Πολιτικοί, όχι στρατιωτικοί ήταν οι λόγοι που ανάγκασαν την Τουρκία να σταματήσει και να μην καταλάβει ολόκληρη την Κύπρο το 1974.
Και δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα στο νησί, τουλάχιστο χωρίς δυσανάλογο πολιτικό κόστος, αν δεν της είχαν δώσει την ευκαιρία ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και η κυβέρνηση Καρμανλή-Αβέρωφ, με τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960, που εγκαθίδρυαν ένα αντιδημοκρατικό «κράτος προς κατάρρευση» εσωτερικά, παρέχοντας δικαιώματα επέμβασης στην Τουρκία εξωτερικά.
Μετά το 1974, η νομικο-πολιτική ισχύς της ελληνοκυπριακής πλευράς και η διεθνής αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας αντιστάθμισαν επί 35 χρόνια την τουρκική στρατιωτική ισχύ στο νησί και, με την επιπλέον ύπαρξη του παράγοντα «Ελλάδα», διατήρησαν την ειρήνη, αποτρέποντας νέο πόλεμο.
Βεβαίως, ουδείς μπορεί να εμποδίσει μια δύναμη να επιτεθεί σε ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος με υποδεέστερη ισχύ. Θα καταβάλει όμως, αν το πράξει, ένα συνήθως αποτρεπτικό πολιτικό κόστος. Είναι τελείως διαφορετικό το κράτος που επιτίθεται να έχει νόμιμα, αναγνωρισμένα δικαιώματα επέμβασης (όπως συνέβη το 1974) ή να μην είναι σαφές ποιός εκπροσωπεί το απειλούμενο κράτος (όπως μπορεί να συμβεί με την εκ περιτροπής προεδρία που προτείνει ο κ. Χριστόφιας). Αν οι Ελληνοκύπριοι (82% του πληθυσμού!) αποποιηθούν τα δικαιώματα που διαθέτει οποιαδήποτε πλειοψηφία σε όλο τον κόσμο, δεν θα τα επιβάλουν με την ισχύ τους. Οι άλλοι θα επιβληθούν επ’ αυτών. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο το κράτος στην Κύπρο και όχι η διάλυση της νόμιμης κυριαρχίας της πλειοψηφίας σε αδόκιμες, θολές, αντιδημοκρατικές και νεοαποικιακές ρυθμίσεις. Το κύριο πρόβλημα με το σχέδιο Ανάν, δυστυχώς όμως και με το κυοφορούμενο σχέδιο Χριστόφια-Ταλάτ, δεν είναι ο ετεροβαρής χαρακτήρας του υπέρ της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων. Είναι η διάλυση του κράτους που επιχειρείται.
Ας πάρουμε αίφνης την εκ περιτροπής προεδρία. Πουθενά στον κόσμο, ο εκπρόσωπος μιας μειονότητας 18% δεν γίνεται κατά περιόδους υποχρεωτικά αρχηγός του κράτους. Αν το 1963-64 ή το 1974 ήταν ο Κιουτσούκ και όχι ο Μακάριος Πρόεδρος, θα έπαιρνε μαζί του τη διεθνή αναγνώριση του κράτους και οι Ελληνοκύπριοι θα μετετρέποντο σε «κοινότητα εις αναζήτηση διεθνούς κηδεμόνα», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο ιστορικό διάγγελμά του ο αείμνηστος Πρόεδρος Παπαδόπουλος. ‘Οσο για τη στάθμιση των ψήφων, ανάλογα με την εθνικότητα των κατοίκων, ούτε το νοτιοαφρικανικό καθεστώς του απαρτχάιντ δεν τόλμησε να την προτείνει. Κι όμως, αυτές είναι δύο μόνο από τις προτάσεις της ελληνικής πλευράς στις συνομιλίες της Λευκωσίας. Στο βιβλίο μας «Η Αρπαγή της Κύπρου» (Λιβάνης, 2004) είχαμε χρησιμοποιήσει τον όρο «μεταμοντέρνο προτεκτοράτο» για να χαρακτηρίσουμε το μόρφωμα που δημιουργούσε αυτό το σχέδιο, στη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εδώ μας φαίνονται καταλληλότεροι οι όροι «μεταμοντέρνος ζουρλομανδύας» ή «σαχλαμάρα». Αλλά πρόκειται για πολύ επικίνδυνη, μοιραία σαχλαμάρα.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω, οι Ελληνοκύπριοι μπορούν να συνεχίσουν την ασφαλή διαβίωσή τους στην Κύπρο υπό έναν όρο: να διαθέτουν, τουλάχιστον εκεί που ζουν, την προστασία κανονικού κράτους, που σημαίνει κυριαρχία της πλειοψηφίας στις βασικές κρατικές αποφάσεις, αποφασιστική απόρριψη κάθε δυνατότητας τρίτου κράτους να επεμβαίνει στα εδάφη τους, δικαίωμα αυτοάμυνας και μέσο άσκησης κυριαρχίας και αυτοάμυνας, δηλαδή ένοπλες δυνάμεις. Αυτός ο όρος δεν περιγράφει την ιδεώδη λύση, περιγράφει όμως τη συνθήκη υπό την οποία μια λύση θα είναι ασφαλής, θα επιτρέπει δηλαδή μακροχρόνια την επιβίωση των Ελληνοκυπρίων στην Κύπρο και θα καθιστά δυσχερή έναν πόλεμο εναντίον τους.
Δυστυχώς κάτω από την πίεση του διεθνούς παράγοντα, την κληρονομιά σειράς παραχωρήσεων του παρελθόντος, τη διάβρωση των πολιτικών ελίτ και τη βαθειά σύγχυση γύρω από τα ζητήματα της κυριαρχίας και της κρατικής συγκρότησης, η ηγεσία των Ελληνοκυπρίων έχει ήδη ξεπεράσει το όριο της ασφαλούς λύσης. Δυστυχώς υπό το κράτος των ίδιων παραγόντων, και οι αντιτιθέμενοι σε μια τέτοια κατάλυση του κράτους δεν έχουν καταφέρει να διατυπώσουν έναν εύλειπτο και πειστικό, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Κύπρου λόγο, για να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους, πολύ περισσότερο για να πάρουν εκίνοι την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Κατ’ ουσίαν, ουδείς υπερασπίζεται πολιτικά, στο εσωτερικό και διεθνώς, το κυπριακό κράτος, ως θεσμική μορφή της κυριαρχίας της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων του νησιού στην πατρίδα τους. Εξακολουθούν να εκφράζονται σε μια ακατανόητη πλέον γλώσσα, γεμάτη αναφορές σε νομικούς όρους, με την οποία προσπαθούν ανεπιτυχώς να κρύψουν την αμηχανία τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελευταίο ανακοιινωθέν του Εθνικιού Συμβουλίου). Επιπλέον, επειδή οι Κύπριοι έχουν συνηθίσει να ακούν για προσπάθειες λύσης και να μην λύνεται τίποτα, δεν συνειδητοποιούν πόσο σοβαρά είναι αυτή τη φορά τα πράγματα, λόγω της πίεσης του διεθνούς παράγοντα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει κάποτε: «Αν η Κύπρος χαθεί και η Ελλάδα θα χαθεί». Δεν πρόκειται για απλό σχήμα λόγου, πατριωτική «κορώνα» χωρίς περιεχόμενο. Η μετατροπή της Κύπρου σε γιγαντιαία ‘Ιμβρο ή Τένεδο δεν εγκυμονεί μόνο τον κίνδυνο εθνοτικής σύρραξης στο νησί ή τον κίνδυνο ενδοελληνικής σύγκρουσης (όταν οι ‘Ελληνες θα αντιληφθούν σε τι καθεστώς θα ζήσουν). Δένει και τα χέρια της μητροπολιτικής Ελλάδας, καθιστώντας 700.000 ‘Ελληνες, που θα έχουν χάσει το κράτος τους, ομήρους της καλής θέλησης ‘Αγκυρας, Ουάσιγκτον και Λοινδίνου. Υπό παρόμοιες συνθήκες, η Αθήνα δεν θα μπορεί να ασκεί κυριαρχία ούτε στο Αιγαίο ή τη Θράκη.
Τις επόμενες εβδομάδες και μήνες θα ενταθούν οι προσπάθειες του διεθνούς παράγοντα να εξουδετερώσει κάθε εστία αντίστασης στο πολιτικό, εκδοτικό, επιχειρηματικό, διανοούμενο προσωπικό Κύπρου και Ελλάδας. Θα χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα που μπορεί να αποβούν χρήσιμα.
Μπορεί να οργανωθούν προβοκάτσιες ή να γίνουν δήθεν «μεγάλες παραχωρήσεις» από τον Ερντογάν, που θα κάνουν μεν εντύπωση, δεν θα αλλάξουν όμως τα δεδομένα του προβλήματος, θα χρυσώσουν απλώς το χάπι των Ελληνοκυπρίων, που υφίστανται εδώ και δεκαετίες πλύση εγκεφάλου («εμείς φταίμε για το κυπριακό», «κάθε καινούρια λύση θα είναι χειρότερη»), εξαιτίας της οποίας βρίσκονται υπό την επιρροή της θανάσιμης αυταπάτης ότι θα διατηρήσουν και στο μέλλον το κράτος στο οποίο σήμερα ζουν (απλώς θα προστεθεί κάτι λιγότερο ή κάτι περισσότερο). Επιδίωξη να έρθουν οι Ελληνοκύπριοι σε μια κατάσταση «εγκλωβισμού», που δεν θα μπορούν να πουν όχι σε ένα δεύτερο σχέδιο, που θα φέρει μάλιστα τις υπογραφές των ηγετών τους (κι όταν μάλιστα δεν έχουν καν υπερασπιστεί διεθνώς, πολιτικά, το πρώτο όχι που είπαν)
Ειρήσθω εν παρόδω, μια τέτοια λύση δεν θα είναι μόνο παγίδα για την Κύπρο και την Ελλάδα, θα είναι και για την Ευρώπη. Η Τουρκία θα αποκτήσει από τώρα δικαιώματα εντός της ΕΕ, δια της επιρροής στην ψήφο των Ελληνοκυπρίων. Τόσο η ‘Αγκυρα, όσο και πας ενδιαφερόμενος θα αποκτήσει επιπλέον έναν μοχλό μετατροπής, μέσα από τις ασάφειες του σχεδίου, της Κύπρου σε μια Βοσνία εντός της ΕΕ. Και να θέλει, δεν θα μπορεί να πει όχι στην τουρκική ένταξη, χωρίς να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο στην Κύπρο (αν όχι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας).
Οι ΗΠΑ και η Βρετανία αντιμετωπίζουν τεράστιες, σχεδόν ανυπέρβλητες δυσκολίες στη Μέση Ανατολή. Θάταν πραγματικά κρίμα, εξαιτίας του πολιτικού προσωπικού Ελλάδας και Κύπρου και της διάβρωσης των δύο κοινωνιών, να πετύχουν τώρα έναν θρίαμβο με μοιραίες συνέπειες για τον ελληνικό λαό.
18-10-2009, Δημοσιεύτηκε στο κυπριακό περιοδικό "Σύγχρονη 'Αποψη", τ. 18
http://konstantakopoulos.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου