|
Ήπειρος
Το όνομα Ήπειρος ( ή Άπειρος ) σημαίνει «στεριά» και ως πρώτοι κάτοικοι
της Ηπείρου αναφέρονται Πελασγοί που είχαν έλθει από την Θεσσαλία. Στην
Κορυτσά έχουν βρεθεί και ίχνη Μυκηναϊκού πολιτισμού.
Κατά
το Θεόπομπο ( 4ος αιών ) οι ηπειρωτικές φυλές ήσαν 14 ενώ κατά το Στράβωνα
11, όλες Ελληνικές. Σημαντικές φυλές ήσαν οι Σελλοί, οι Μολοσσοί, οι Θεσπρωτοί,
οι Χάονες, οι Αθαμάνες, οι Κασσωπαίοι, οι Έλλοπες, οι Δρύοπες, οι Παραβαίοι
και οι Αμβρακιώται.
Οι Ηπειρώτες βασιλείς θεωρούσαν ότι κατάγονται από τον Αιακό και τον εγγονό
του Αχιλλέα. Σύμφωνα με την τοπική τους παράδοση, από τον υιό του τελευταίου
Πύρρο ( Νεοπτόλεμο ), γεννήθηκε ο Μολοσσός, γενάρχης των Μολοσσών. Τον
5ο αιώνα, οι βασιλείς Άδμητος και Θαρύπας κατέστησαν τους Μολοσσούς κυρίαρχη
φυλή, ενώνοντας υπό αυτήν όλα τα ηπειρώτικα φύλα. Θεωρείται δε ότι έκτοτε
μόνον οι Μολοσσοί είχαν βασιλεία, ενώ οι υπόλοιπες φυλές είχαν «Προστάτας
Επετησίους». Από την φυλή των Μολοσσών καταγόταν η Μυρτάλη, η οποία αργότερα
επονομάσθηκε Ολυμπιάδα και ενυμφεύθη τον βασιλέα των Μακεδόνων Φίλιππο.
Από τους Νοτιοέλληνες, πρώτοι οι Ηλείοι και μετά οι Κορίνθιοι τον 8ο αιώνα
ίδρυσαν αποικίες στα παράλια της Ηπείρου, κτίζοντας τις πόλεις Απολλωνία,
Ανακτόριον, Επίδαμνος και Αμβρακία. Στους Περσικούς Πολέμους, οι Αμβρακιώτες
έστειλαν 7 πλοία και 500 οπλίτες στις Πλαταιές.
Από τον 6ο αιώνα, η Κόρινθος είχε πετύχει να εξασφαλίσει τον οικονομικό
έλεγχο επί των ηπειρωτικών φυλών. H κατάσταση αυτή διατηρήθηκε αμετάβλητη
έως τις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου ( 431 - 404 ), όταν οι Μολοσσοί,
υπό τον προαναφερθέντα βασιλέα Θαρύπα, έγιναν σύμμαχοι των Αθηνών, γεγονός
που είχε ως αποτέλεσμα την εισβολή στην Ήπειρο του αττικού πολιτισμού.
Με κύριους φορείς τους Μολοσσούς και το φιλοαθηναίο Θαρύπα σημειώθησαν
από τα τέλη του 5ου αιώνος ριζικές μεταβολές ( μεγαλύτεροι και τειχισμένοι
οικισμοί, θέσπιση ετησίων αρχόντων και Βουλής, κοπή τοπικού νομίσματος,
εισαγωγή αττικού αλφαβήτου και γραφής ). Με πρωτοβουλία των Μολοσσών συγκροτήθηκε
το 330 και το «Κοινόν των Μολοσσών», η πρώτη πολιτική ομοσπονδία της περιοχής.
Με τη βίαιη έξωση των τελευταίων Αιακιδών ( το έτος 232 ) και την γενίκευση
της Δημοκρατίας, δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία των Χαόνων το «Κοινόν των
Ηπειρωτών» ( 232 - 168 ), μία νέα, ευρύτερη ομοσπονδία, στην οποία μετείχαν
όλα τα ηπειρωτικά φύλα, από τον Αμβρακικό έως τις εκβολές του Αώου.
Μεγάλη στρατιωτική μορφή της Ηπείρου, υπήρξε ο βασιλεύς των Μολοσσών Πύρρος,
γνωστός για την εκστρατεία του στη Νότιο Ιταλία (3ος αιών), προς ενίσχυση
των Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδος (Τάρας). Με την εμφάνιση και τη βασιλεία
του Πυρρού, η αρχαία Ήπειρος απέκτησε για πρώτη φορά ακτινοβολία, πολύ,
πέρα από τα σύνορα της. Η εκστρατεία του Πύρρου στην Ιταλία και η αποδυνάμωση
της πατρίδος του από μάχιμο πληθυσμό, κατέστη αργότερα η αιτία μεγάλων
καταστροφών σε αυτήν, όταν εισέβαλαν οι Ρωμαίοι, νικητές μετά την αιματηρή
Μάχη της Πύδνας. Το 167 η Ήπειρος κατελήφθη υπό των Ρωμαίων, με ανυπολόγιστες
καταστροφές των πόλεών της και του πολιτισμού της, μετά από έναν αιώνα
ωστόσο οι πόλεις της εγνώρισαν ξανά την ακμή έως την Ύστερη Αρχαιότητα
που οι περισσότερες έσβησαν ως αποτέλεσμα των βαρβαρικών επιδρομών και
της χριστιανικής επικρατήσεως.
Δωδώνη, Μαντείο Δωδώνης
Η
Αρχαία Δωδώνη βρίσκεται 22 χλμ. νοτίως των Ιωαννίνων, στη στενή κοιλάδα
ανάμεσα στον Τόμαρο και τη Μανολιάσα. Σύμφωνα με την παράδοση η Δωδώνη
κατοικείτο από τους Σελλούς πριν από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος και
από την φυλή τους ήσαν οι πρώτοι ιεροφάντες του Θεού Διός.
Το όνομα Δωδώνη πιθανόν προήλθε από την ομώνυμη ωκεανίδα Νύμφη ή από τον
Δώδωνο ποταμό. Η πόλη είναι γνωστή και από το πασίγνωστο και αρχαιότερο
Μαντείο της, όπου στον χώρο αυτό από τον 30ο αιώνα λατρευόταν η Θεά Γη
στην οποία θυσιαζόταν ο ιερός ταύρος που γονιμοποιούσε την γη. Από 20ο
με 19ο αιώνα, οι Σελλοί της Ελλοπίας καθιέρωσαν τη συλλατρεία του Θεού
Διός Δωδωναίου και της Θεάς Διώνης.
Στο χώρο λατρευόταν ο Ζεύς ο Πελασγικός, Δωδωναίος και Νάϊος καθώς και
η σύζυγός του Διώνη ( ηπειρωτική σύλληψη του «θηλυκού» Διός που σχηματοποιεί
μαζί του «Ιερό Ζεύγος», στην οποία, ως θεομητέρα, προσετέθη αργότερα και
τη Θεά Αφροδίτη ως «Κόρη»
). Οι ιερείς του Μαντείου στην αρχή ήσαν μόνον άνδρες, αλλά αργότερα προσελήφθησαν
και τρεις ηλικιωμένες γυναίκες οι «Πελειάδες» που τραγουδούσαν τον περίφημο
ύμνο «ΖΕΥΣ ΗΝ, ΖΕΥΣ ΕΣΤΙ, ΖΕΥΣ ΕΣΕΤΑΙ. Ω, ΜΕΓΑΛΕ ΖΕΥ
!» ( Ο Ζεύς ήταν, ο Ζεύς είναι, ο Ζεύς θα είναι. Ω, Μεγάλε Δία ! ). «ΚΑΤΑΡΧΑΣ
ΜΕΝ ΟΥΝ ΑΝΔΡΕΣ ΗΣΑΝ ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΥΟΝΤΕΣ. ΥΣΤΕΡΟΝ Δ ΑΠΕΔΕΙΧΘΗΣΑΝ ΤΡΕΙΣ ΓΡΑΙΑΙ,
ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΣΥΝΝΑΟΣ ΤΩΙ ΔΙΙ ΠΡΟΣΑΠΕΔΕΙΧΘΗ ΚΑΙ Η ΔΙΩΝΗ» ( Στράβων,
329 ). Χαρακτηριστικό των ιερέων ήταν ότι περπατούσαν ξυπόλυτοι και κοιμόντουσαν
κατά γης ώστε να είναι σε συνεχή και άμεση επαφή με τη Γή και τον Πατέρα
των Θεών και ανθρώπων και να είναι σε θέση να ερμηνεύουν τα θεϊκά σημάδια.
Οι χρησμοί του Μαντείου δίδονταν μετά την ακρόαση του θροϊσματος της Ιεράς
Φηγού ( Δρυός ), του κελαρύσματος του νερού της ιεράς Ναϊου Πηγής, του
κελαηδήματος των περιστεριών που διέμεναν επάνω στην Φηγό ( Πέλειες ή
Πελειάδες ), καθώς και του ήχου των λεβήτων που ήσαν επάνω σε τρίποδες
γύρω από το ιερό δένδρο και αργότερα από τον ήχο του Δωδωναίου Χαλκείου
( μεγάλος λέβητας ) που ήταν αναρτημένος επάνω σε αυτό. Επί πολλούς αιώνες,
το Ιερό ήταν υπαίθριο και οι ιεροπραξίες καθώς και οι μαντείες τελούντο
γύρω από τον χώρο της Ιεράς Φηγού. Τα πρώτα αφιερώματα από τη νότιο Ελλάδα
εμφανίζονται στα τέλη του 8ου αιώνος. Τον 5ο αιώνα κατασκευάσθηκε η Ιερά
Οικία κι ο πρώτος Ναός των Θεών, που αργότερα έγινε μεγαλύτερος, καθώς
προσετέθησαν στοές, οικήματα και περίβολος. Επίσης, τον 3ο αιώνα ιδρύθηκε
ένα μεγάλο Θέατρο 18.000 θέσεων, όπου κάθε τέσσερα χρόνια τελούντο τα
«Νάϊα» προς τιμήν του Θεού Ναϊου ή Τμαρίου ( από το εγγύς όρος Τόμαρο
) Διός. Ανεγέρθησαν επίσης το Βουλευτήριο της Ηπειρώτικης Συμμαχίας, το
Πρυτανείο, καθώς και Ναοί των Θεών Θέμιδος, Ηρακλέους και Αφροδίτης.
Σύμφωνα με τον μύθο, από την Ιερά Φηγό του Μαντείου της Δωδώνης πήρε η
Θεά Αθηνά το κομμάτι ξύλου που έβαλε στην πλώρη της Αργούς και είχε την
ικανότητα να προφητεύει το μέλλον. Επίσης, στο Μαντείο της Δωδώνης είχε
έλθει ο Οδυσσεύς για να πάρει χρησμό σχετικά με την επιστροφή του στην
Ιθάκη καθώς κι ο ήρως Αινείας από την Τροία, όταν, μετά την καταστροφή
της, έλαβε χρησμό για το μέρος που θα έκτιζε τη νέα του πόλη (Ρώμη).
Στο Μαντείο της Δωδώνης απευθύντονταν κυρίως οι Ηπειρώτες, οι Μακεδόνες,
οι Ακαρνάνες και οι Αιτωλοί, καθώς και κάποιοι από τους υπόλοιπους μη
Δωριείς Έλληνες που θεωρούσαν ότι το Δελφικό Μαντείο μεροληπτούσε υπέρ
των Δωριέων ( αν και ο Κικέρων διασώζει ότι και οι Σπαρτιάτες ακόμη
σε θέματα μεγάλης σπουδαιότητος απευθύνονταν στο Μαντείο της Δωδώνης,
βλ. «De Divinatione» i, 43 ).
Η πρώτη επίσημη λήψη δωδωναίων χρησμών από τους Αθηναίους θεωρείται αρχαιότατη
( επί βασιλείας Αφείδαντος ).
Το 219, όταν εισέβαλαν στη Δωδώνη οι Αιτωλοί υπό τον στρατηγό Δορύμαχο,
κατέστρεψαν το Ναό και τα άλλα κτίρια αλλά δεν πείραξαν το Μαντείο. Το
Ναό ανοικοδόμησε τον επόμενο χρόνο ο Μακεδών βασιλεύς Φίλιππος ο Ε'. Νέα
καταστροφή εγνώρισε το Ιερό το έτος 167, από τον εισβολέα Ρωμαίο Αιμίλιο
Παύλο, ανοικοδομήθηκε ωστόσο πάλι το έτος 31 από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα
Αύγουστο.
Το Μαντείο εξακολούθησε να ακμάζει και να εμπνέει τον σεβασμό έως την
ύστερη αρχαιότητα. Το έτος 120 μ.χ.χ., ο αυτοκράτωρ Αδριανός το επισκέφθηκε
το Μαντείο ως προσκυνητής, το δε έτος 362 μ.χ.χ., ο Ιουλιανός είχε ζητήσει
την συμβουλή του πριν την εκστρατεία κατά των Πάρθων.
Μετά
την επικράτηση των χριστιανών, τα οικήματα του Μαντείου, τα αγάλματα και
ό,τι υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή, κατεστράφησαν εκ θεμελίων. Οι μάντεις
και οι λοιποί ιερείς του Θεού Διός είχαν ήδη εκδιωχθεί βιαίως από τον
χριστιανό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε βεβηλώσει τον χώρο με
εμφύτευση χριστιανικής εκκλησίας και απαγωγή του λατρευτικού αγάλματος
του Θεού Διός και μεταφορά του ως τρόπαιο στη Γερουσία της Νέας Ρώμης.
Το έτος 391 μ.χ.χ., επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου, κόπηκε από τη ρίζα η πανάρχαια
Ιερά Φηγός και εκτίσθησαν στο χώρο του Ιερού δύο χριστιανικές βασιλικές.
Μετά από συνεχόμενους βανδαλισμούς και διώξεις των εκεί Εθνικών, έπαψε
να λειτουργεί το Ιερό και ερήμωσε η πόλη της Δωδώνης.
Το Ιερό έμεινε σκεπασμένο από τα χώματα και τη λησμονιά έως τον 19ο αιώνα.
Οι πρώτες ανασκαφές από τον Κ. Καραπάνο ( 1875 ), επιβεβαίωσαν τη θέση
του Ιερού και απέδωσαν πολυάριθμα ευρήματα. Ακολούθησαν ανασκαφές από
την Αρχαιολογική Εταιρεία την περίοδο 1913 - 1921 ( υπό τη διεύθυνση του
Γ. Σωτηριάδη ), 1929 - 32 και 1952 - 1959 ( Δ. Ευαγγελίδης ), κ.ά.
Αρχαία Εφύρα, Νεκρομαντείον Αχέροντος
και Ιερό της Θεάς Περσεφόνης
Το
Νεκρομαντείο ( Νεκυομαντείον
)βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου κοντά στο
Καναλάκι, στο χωριό Μεσοπόταμος, κοντά στο Δέλτα που σχηματίζουν οι ποταμοί
Αχέρων και Κοκκυτός, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα από την αρχαία
μυκηναϊκή αποικία Εφύρα (ή Κίχυρος). Στην αρχαία εποχή ο λόφος ήταν ένα
νησάκι της λίμνης Αχερουσίας. Παρ ότι το τελευταίο Ιερό ήταν του 4ου
αιώνος και στον Ηρόδοτο διαπιστώνουμε λειτουργία του κατά τον 8ο αιώνα,
διάφορα ευρήματα Μυκηναϊκής εποχής στην Εφύρα, μας πηγαίνουν αρκετά πίσω,
τουλάχιστον στον 14ο αιώνα.
Εδώ οι πρόγονοι τοποθετούσαν τις «Πύλες» του Κάτω Κόσμου που οδηγούσαν
στο βασίλειο του Άδου και στο Ιερό κατέφευγαν με προσφορές χοών (σπονδών)
στους νεκρούς για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές και να πάρουν διάφορες
πληροφορίες, μετά από κατάλληλη προετοιμασία στην οποία υποβάλλονταν απ΄
τους ιερείς του Μαντείου. Το Ιερό είναι τετράγωνο, με διαστάσεις 21,80
x 21,30 μ. με τριμερή διάρθρωση (τρείς διάδρομοι, τρία δωμάτια, τρείς
πύλες για κάθε διάδρομο και λαβύρινθο, καθώς και τρείς διαιρέσεις του
κυρίως Ιερού). Διέθετε δώματα επίγεια και υπόγεια, με την ίδια πολύπλοκη
λαβυρινθοειδή διαρρύθμιση, προφανώς για να προσομοιάσει την περιπλάνηση
της ψυχής στο βασίλειο του Θεού Άδου. Γύρω από το Νεκρομαντείο, το οποίο
θεωρείται μοναδικό στο Μεσογειακό χώρο, υπήρχε Ιερό Άλσος της Θεάς Περσεφόνης
από λεύκες και ιτιές με Ιερό στα δυτικά του Μαντείου. Εκεί έφθαναν άνθρωποι
από μακριά για πολυήμερη παραμονή και προετοιμασία, προτού λάβουν χρησμό
από τις ψυχές των αποθανόντων.
Το Μαντείο, γνωστό πανελληνίως από τον 5ο αιώνα, πυρπολήθηκε και καταστράφηκε
από τους Ρωμαίους το έτος 167. Ο χώρος κατοικήθηκε πάλι μετά από έναν
αιώνα, δίχως όμως να ξαναλειτουργήσει το Μαντείο. Σύμφωνα με τη λαϊκή
παράδοση, μεταξύ των σημερινών χωριών Χόϊκας και Παραμυθιάς και της θάλασσας
κείτονται τα Ηλύσια Πεδία (ο Λειμών των Ασφοδέλων).
Στα τέλη του 16ου μ.χ.χ. αιώνος, από τα αρχαία υλικά κτίσθηκε στο χώρο
του Ιερού η Μονή του «Αγίου Ιωάννου Προδρόμου», παλαιό μετόχι της μονής
Σινά. Μικρό τμήμα του Νεκρομαντείου αποκαλύφθηκε μετά από ανασκαφές της
περιόδου 1958 - 1964 ακριβώς κάτω από τη Μονή.
Ναός Θεού Απόλλωνος Πυθίου Σωτήρος
Ο Ναός που έστεκε σε μικρή απόσταση από το Θέατρο της Αμβρακίας, ανήκε
στον 5ου αιώνα, ήταν δωρικού ρυθμού με πρόναο και επιμήκη σηκό. Στο βάθος
του σηκού σώζεται βάθρο στο οποίο ήταν τοποθετημένο το άγαλμα του Θεού.
Κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο, ο έρημος μεγαλοπρεπής Ναός χρησιμοποιήθηκε
από τους χριστιανούς ως νεκροταφείο και αργότερο ως λατομείο για την κατασκευή
οικιών και εκκλησιών.
Ναός Θεού Αρείου Διός
Περίπου
11 χλμ δυτικά της πόλεως των Ιωαννίνων, κοντά στο Ροδοτόπι και στους πρόποδες
του λόφου Γαρδικίου, υπάρχουν τα υπολείμματα του Ναού του Θεού Αρείου
Διός που ήταν το επίσημο Ιερό της φυλής των Μολοσσών. Ήταν περίπτερος
Ιωνικός Ναός του 4ο αιώνος, με πρόναο και σηκό, καταστράφηκε όμως το έτος
167 από τον Αιμίλιο Παύλο και οικοδομήθηκε πάλι στους αυτοκρατορικούς
Ρωμαϊκούς χρόνους.
Μετά την επικράτηση των χριστιανών ο Ναός καταστράφηκε και ο χώρος μολύνθηκε
μετατραπείς σε νεκροταφείο.
Άγνωστο Ιερό
Δίπλα στη Μονή Ζαλόγγου, υπάρχουν λείψανα Εθνικού Ναού, ενώ στους γύρω
βράχους υπάρχει λαξευμένο θέατρο και τάφοι.
Αχέρων
Ποταμός
Το όνομα του ποταμού Αχέροντος σημαίνει «χωρίς χαρά» ( από τη λέξη αχός,
δηλ. λύπη ), σύμφωνα με την παράδοση ονομάζεται δε και Μαυροπόταμος, διότι
κατά την Τιτανομαχία οι Τιτάνες ξεδίψαγαν από τα νερά του γι αυτό κι
ο Θεός Ζεύς τα έκανε μαύρα. Κατά την Παράδοση, ο Αχέρων, μαζί με τους
άλλους δύο ποταμούς που συνενωνόταν, τον Πυριφλεγέθωνα και τον Κωκυτό
( τον «θρήνο» ), ώριζαν τα σύνορα της χώρας του Θεού Άδου.
Στις εκβολές του σχηματιζόταν ο όρμος του Αχέροντος, όπου σύμφωνα με το
Μύθο εδώ περίμεναν οι Ψυχές των ανθρώπων τον Χάροντα να τις οδηγήσει στον
άλλο κόσμο. Πριν αρκετές δεκαετίες, ο Αχέρων πριν ενωθεί με τον ποταμό
Κωκυτό σχημάτιζε μια μεγάλη και ρηχή λίμνη, την Αχερουσία ή Άορνο που
όμως έχει αποξηρανθεί από το 1950. Εκεί, ανάμεσα σε δύο λόφους, τοποθετούσε
η Παράδοση το πέρασμα για το βασίλειο του Θεού Άδου, το οποίο φρουρούσε
ο τερατώδης σκύλος Κέρβερος.
Σπήλαιο Περάματος
Σπήλαιο αφιερωμένο κατά την αρχαιότητα στον Πλούτωνα και την Περσεφόνη.
Σπήλαιο Αφροδίτης
Η μεγαλύτερη θαλάσσια σπηλιά στον κόλπο του Λύχνου.
Αμβρακία ή Αμπρακία (
Άρτα )
Σημαντική αρχαία πόλη του νοτιώτατου τμήματος της Ηπειρωτικής Θεσπρωτίδος,
επί του ποταμού Αράχθου, αποικία των Κορινθίων που εξεδίωξαν τους εντόπιους
Δρύοπες. Ιδρυτής της πόλεως φέρεται ο Γόργος, υιός του τυράννου της Κορίνθου
Κυψέλου, ενώ κατά μία άλλη άποψη έλαβε το όνομά της από τον υιό του Θεσπρωτού
Λυκάωνος ή του Ηρακλείδη Δεξαμενού, τον Άμβρακα, πριν την κατάληψή της
από τους Κορίνθιους κατά τον 7ο αιώνα. Κατά μία άλλη εκδοχή, επώνυμη της
πόλεως υπήρξε η θυγατέρα του βασιλέως των Δρυόπων και υιού του Θεού Απόλλωνος
Μελανέως ή θυγατέρα του Φόρβαντος, υιού του Ηλίου.
Στην θέση της σημερινής μητροπόλεως Άρτας, υπήρχε Ναός του Θεού Ασκληπιού,
στην θέση των «Αγίων Πάντων» Ναός της Θεάς Αφροδίτης και στη θέση του
σημερινού «Κάστρου» Ναός της Θεάς Αθηνάς, αναφέρεται δε και ναός της Θεάς
Αρτέμιδος «Ηγεμόνης» και του Θεού Απόλλωνος.
Οι Κορίνθιοι Αμβρακιώτες ανέπτυξαν πανελλήνιες σχέσεις και βοήθησαν κατά
τα Μηδικά αρχικώς με 7 πλοία και εν συνεχεία με 500 οπλίτες στη Μάχη των
Πλαταιών που παρατάχθηκαν απέναντι στους Σάκες. Αρχικώς κυβερνήθηκαν κατά
τα Κορινθιακά πρότυπα από «τυράννους», όμως πολύ γρήγορα πέρασαν στη Δημοκρατία.
Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο συμμάχησαν με τους Λακεδαιμονίους, αλλά
οι 3.000 οπλίτες της ηττήθησαν τον χειμώνα του 426 στη Μάχη των Όλπων
από τους εχθρούς τους Ακαρνάνες που βοηθούσαν οι Αθηναίοι και κατεστράφη
από τον στρατηγό Δημοσθένη. Αργότερα, συμμάχησαν με τους Αθηναίους για
να προστατευθούν από τους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά μάταια, αφού η
πόλη τους κατελήφθη το έτος 338, λίγο πριν τη Μάχη της Χαιρωνείας. Μετά
το θάνατο του Φιλίππου οι Αμβρακιώτες εξεδίωξαν τους Μακεδόνες, αλλά τους
κατέλαβε αργότερα ο υιός του Κασσάνδρου Αλέξανδρος, ο οποίος παρεχώρησε
την πόλη ως δώρο στον Πύρρο. Ο τελευταίος την κατέστησε πρωτεύουσα, αντί
της παλαιάς Πασσαρώνος και την ελάμπρυνε με εντυπωσιακά δημόσια κτίρια,
ανάμεσα στα οποία και το περίφημο «Πύρρειον Ανάκτορον» και 2 Θέατρα.
Η πόλη, αριθμούσα περί τους 100.000 κατοίκους, γνώρισε μεγάλη αίγλη μέχρι
τον 2ο π.χ.χ. αιώνα. Μετά την λεηλασία της από τον Ρωμαίο ύπατο Μάρκο
Φούλβιο Νοβελίορ (189), την κατάληψή της υπό των Αιτωλών και την επανακατάληψή
της και νέα λεηλασία της υπό του ανθυπάτου Λεύκιου Καλπουρνίου Πείσωνος,
άρχισε να παρακμάζει και μεγάλο μέρος των κατοίκων μετακόμισε εν τέλει
επί Οκταβιανού (30) στη νεοϊδρυθείσα Νικόπολη. Τον 2ο μ.χ.χ. αιώνα (170),
ο περιηγητής Παυσανίας την περιγράφει ως έρημη.
Αρχαίο Θέατρο Αμβρακίας
Μικρό θέατρο του 4ου αιώνος το οποίο βρισκόταν στο κέντρο της πόλεως.
Είχε κατασκευασθεί επάνω σε θεμέλια αρχαίων λουτρών με τεχνική επίχωση
για την υποστήριξη του κοίλου.
Κασσώπη
Αρχαία πρωτεύουσα της Κασσωπαίας χώρας. Η πόλη, της οποίας έχουν διασωθεί
αρκετά ερείπια, ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα επάνω σε οροπέδιο στις νότιες πλαγιές
του Ζαλόγγου, κοντά στο χωριό Καμαρίνα, 28 χλμ., περίπου από την Πρέβεζα.
Μέσα στο πολυγωνικό της τείχος πάχους περίπου 3,50 μ., υπήρχαν περίπου
600 διώροφα σπίτια σε οικόπεδα των 230 τετραγωνικών μέτρων, όλα με μεσημβρινό
προσανατολισμό και άρτια κατασκευή και λειτουργικότητα, με κοινό αποχετευτικό
διάδρομο και εκπληκτικής κατασκευής σκεπασμένο υπόνομο. Ήταν κτισμένη
κατά το Ιπποδάμειο σύστημα, με 20 παράλληλους δρόμους ( τους «στενωπούς»,
πλάτους 4,20 μ. ), που μεταξύ τους απείχαν 30 μ., και διασταυρώνονταν
με τους πλατύτερους δρόμους ( τις «πλατείες», πλάτους 6 μ. ), σχηματίζοντας
60 περίπου οικοδομικά τετράγωνα. Στον χώρο εδέσποζε Ωδείο, Θέατρο, και
Πρυτανείο ή Καταγώγειο, ένα οικοδόμημα 30 Χ 30 μ., διώροφο στις τρεις
πλευρές και μονώροφο στην τέταρτη για να μη κρύβει τον ήλιο. Το Θέατρο
της Κασσώπης κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα, είχε χωρητικότητα περίπου 2.500
ατόμων και ίσως χρησιμοποιείτο και ως Βουλευτήριο. Ήταν το μικρότερο από
τα δύο εν συνόλω Θέατρα που υπήρχαν στην πόλη. Το άλλο, που ήταν και το
μεγαλύτερο, λόγω της παραμελήσεώς του από το Νεοελληνικό Κράτος και τις
φθορές από τα καιρικά και φυσικά φαινόμενα είναι πλήρως κατεστραμμένο.
Πασσαρών
Η Πασσαρών ήταν η πρωτεύουσα των Μολοσσών και ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα από
τον βασιλιά Θαρύπα ο οποίος και διοικούσε την πόλη με το Συμβούλιο των
Ευγενών. Στην πόλη αυτή γεννήθηκε και η Ολυμπιάς η μητέρα του Μεγάλου
Αλεξάνδρου. Επίσης, στην πόλη αυτή βρήκε καταφύγιο και ο Θεμιστοκλής όταν
καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Αθηναίους και κατόπιν τον βοήθησε ο βασιλιάς
Άδμητος να φύγει στην Ιωνία.
Το έτος 167, με αρχηγούς τους Αντίονα και Θεόδοτο, η Πασσαρών αντιστάθηκε
στους Ρωμαίους κι όταν η συνέλευση της πόλεως αποφάσισε την παράδοσή της
αυτοί πολέμησαν μόνοι τους τούς Ρωμαίους και απέθαναν ένδοξα, ενώ η πόλη
κατεστράφη.
Νικόπολις
Η πόλη ιδρύθηκε το έτος 31 από τον Οκταβιανό Αύγουστο εις ανάμνηση της
Ναυμαχίας του Ακτίου όπου κατενίκησε τον στόλο της Κλεοπάτρας και του
Αντωνίου. Σε ανάμνηση της νίκης του, ο νικητής έκτισε στο νοτιότατο άκρο
της Ηπείρου τη Νικόπολη, που αναπτύχθηκε γρήγορα σε μεγαλούπολη, αφού
προικίσθηκε με εξαιρετικά προνόμια και ατέλειες, ως «ελεύθερη» Ελληνική
πόλη κι ο πληθυσμός της συγκροτήθηκε από συνοικισθέντες Έλληνες πολίτες
από 20 περίπου πόλεις της Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου. Στη Νικόπολη
υπήρχαν Ναοί των Θεών Ποσειδώνος και Άρεως καθώς και ιδιαιτέρως μεγαλοπρεπής
Ναός του Θεού Απόλλωνος υπό την επίκληση «Άκτιος». Η Νικόπολη θεωρείτο
«ιερά πόλις» του Θεού και ελάμβανε μέρος στην Αμφικτυονία των Δελφών με
πέντε Ιερομνήμονες. Επίσης, προς τιμήν του Θεού, ο Οκταβιανός είχε καθιερώσει
τα «Άκτια», αγώνες που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων γυμνικούς αγώνες, διαγωνισμούς
Μουσικής και ιπποδρομίες, γίνονταν δε κάθε τέσσερα χρόνια και την επιμέλειά
τους είχαν οι Λακεδαιμόνιοι.
Στην ήσυχη αυτή πόλη ίδρυσε τη Σχολή του τον 2ο μ.χ.χ. αιώνα ο στωϊκός
φιλόσοφος Επίκτητος, το δε έτος 362 μ.χ.χ. η πόλη επανεκτίσθη από τον
φωτισμένο αυτοκράτορα Ιουλιανό, λόγω προηγουμένων μεγάλων καταστροφών
που είχε υποστεί από βαρβάρους. Σήμερα σώζονται ερείπια Ναών, οικιών,
μεγάλο μέρος των τειχών και μερικώς 2 Θέατρα (μικρό και μεγάλο) και υδραγωγείο.
Βερενίκη
( Πρέβεζα )
Αρχαία ηπειρωτική πόλη με σημαντικό λιμάνι κατά την εποχή του βασιλέως
Πύρρου. Στη συνέχεια κυριεύθηκε και λεηλατήθηκε αρκετές φορές από ξένους
εισβολείς ( Ρωμαίους, Βησιγότθους κ.ά. ). Ως «Πρέβεζα» απαντάται για πρώτη
φορά στο «Χρονικόν του Μορέως».
Μυκηναϊκά ευρήματα περιοχής Πάργας
Στην ευρύτερη περιοχή έχουν βρεθεί ερείπια αρχαίας ακροπόλεως, λείψανα
αρχαίων τειχών, Μυκηναϊκός τάφος, κ.α.
Αρχαία Ελέα ( Βέλλιανη )
Τα ερείπιά της βρίσκονται στις πλαγιές του Κορίλα, δίπλα στο χωριό Βέλλιανη,
τη σημερινή Χρυσαυγή της Παραμυθιάς. Η κατασκευή του τείχους και της πύλης
στην ανατολική πλευρά της πόλεως είναι μνημειακή. Πιθανολογείται ότι χτίστηκε
τον 4ο αιώνα.
Δυμόκαστρο
( Ελίνα )
Ερείπια αρχαίας πόλεως, Δ. της Πέρδικας επάνω σε μια ασβεστολιθική ράχη
που καταλήγει στη θάλασσα, ανάμεσα στους όρμους Αρρίλα και Καραβοστάσι.
Περιστοιχίζονται από τρία συνεχιζόμενα τείχη με εμβαδόν 22 εκτάρια. Τα
ανατολικά τείχη ανήκουν στον 4ο αιώνα. Τα δυτικά, που κατέρχονται έως
την ακτή, είναι Ελληνιστικά.
Αρχαία Γιτάνη
( Γκούμανη )
Η πρωτεύουσα του «Κοινού των Θεσπρωτών». Βρίσκεται Ν. Δ. του γυψολιθικού
υψώματος Βρυσέλλα (υψόμετρο 379 μ.). Η περίμετρος του τείχους της είναι
2,400 μ. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο και αξιολογώτερο αρχαίο οικισμό
της Θεσπρωτίας. Συνοικίσθηκε κατά τον 4ο αιώνα και εγνώρισε μεγάλη ανάπτυξη
στους Ελληνιστικούς χρόνους.
Βουθρωτός
Αρχαία
ηπειρωτική ( χαονική ) πόλη 20 χλμ. νοτίως των «Αγίων Σαράντα», την οποία
ο Βιργίλιος παρουσιάζει να έχει κτισθεί από τον ήρωα του Τρωικού πολέμου
Έλενο.
Η περιοχή φαίνεται να κατοικείται κανονικά από τους μεσολιθικούς χρόνους,
ενώ τον 8ο αιώνα η πόλη εποικίσθηκε από Κερκυραίους και Κορινθίους που
κατά τον 5ο αιώνα της έδωσαν καθαρά Ελληνικό χαρακτήρα. Ήταν μέλος
του Ηπειρωτικού Κοινού και είχε πολίτευμα Δημοκρατικό. Αργότερα, επί Ρωμαιοκρατίας,
η πόλη εποικίσθηκε και από Ρωμαίους απόστρατους, εκχριστιανίσθηκε δε πολύ
αργά, μόλις στις αρχές του 5ο αιώνος μ.χ.χ. ( ο Ιουλιανός την είχε ευεργετήσει
με αφορμή την πίστη των κατοίκων της στα Πάτρια ) και απέκτησε εκκλησίες
και επίσκοπο μόλις το έτος 451. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που ξεκίνησαν
πριν από 75 περίπου χρόνια, έφεραν σταδιακά στο φώς τείχη, Ναό του Θεού
Ασκληπιού, Γυμναστήριο, εκπληκτικό Θέατρο του 4ου αιώνος ( περίπου 2.000
θέσεων ), Πρυτανείο, κεφαλές των Θεών Απόλλωνος και Διονύσου, Βωμό του
Θεού Διονύσου και πάμπολλες επιγραφές.
Η τελευταία μεγάλη ανακάλυψη ήταν τον Αύγουστο του 2002, όταν οι Αλβανοί
αρχαιολόγοι (υπό τον Dhimiter Condi) έφεραν στο φως μαρμάρινο άγαλμα της
Θεάς Αθηνάς, ύψους 2, 16 μ. του 1ου π.χ.χ. αιώνος.
Φοινίκη
Ηπειρωτική πόλη της φυλής των Χαόνων. Το έτος 232, ιδρύθηκε εκεί το «Κοινόν
των Ηπειρωτών». Έχουν βρεθεί Θέατρο, τάφοι με σαρκοφάγους, Ναός της Θεάς
Αθηνάς, Γυμνάσιο κ.ά.
Επίδαμνος
( Δυρράχιο )
Αποικία των Κορίνθιων και Κερκυραίων. Οι πολίτες της συμμετείχαν από νωρίς
στους Ολυμπιακούς Αγώνες και ενεπλάκησαν ως σύμμαχοι των Κερκυραίων και
Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Από τους Ρωμαίους μετωνομάσθηκε σε
Dyrrhachium.
Απολλωνία
( Πογιάνι Φίερι )
Αποικία
των Κερκυραίων και των Κορινθίων. Στην πόλη, όπου συζούσαν Ιλλυριοί και
Έλληνες και είχε ολιγαρχικό καθεστώς βασισμένο στους δεύτερους, έχουν
βρεθεί Ναοί των Θεών Απόλλωνος και Αρτέμιδος, Ωδείον, Ελληνιστικό Θέατρο
χωρητικότητος τουλάχιστον 7.500 θέσεων, Βουλευτήριον, Νυμφαίον, Ρωμαϊκή
Στοά και πάμπολλα μωσαϊκά, αττικά αγγεία και ταφικά ανάγλυφα, αγάλματα
του Θεού Δωδωναίου Διός, του Θεού Λυκείου Απόλλωνος, της Θεάς Αθηνάς Παρθένου,
της Θεάς Δήμητρας, του Θεού Ερμού, του Άτλαντος που κρατά στους ώμους
του τον Ουρανό, προτομή του Δημοσθένούς, νεκρόπολη, κ.ά.
Η πόλη προέβη και σε δική της νομισματοκοπή και νομίσματά της έχουν βρεθεί
έως και τον Δανούβη ποταμό. Από το έτος 214 η Απολλωνία ενεπλάκη στον
πόλεμο του Μακεδόνος Κασσάνδρου κατά των Ιλλυρικών φυλών και αργότερα
κατελήφθη υπό των Ρωμαίων, διατηρήσασα την σπουδαιότητά της και την οικονομική
της ακμή και περιγραφόμενη υπό του Κικέρωνος ως «magna urbs et gravis»
( μεγάλη και σπουδαία πόλη ). Φιλοξένησε τον Ιούλιο Καίσαρα στον πόλεμό
του κατά του Πομπηϊου και αργότερα τον Οκταβιανό Αύγουστο που παρέμεινε
εκεί επί 6 μήνες μεταξύ των ετών 45 και 44.
Αμαντία
( Πλιόσα )
Οχυρή
Ιλλυρική πόλη επάνω σε ύψωμα. Τα τείχη της πολεως έφθαναν τα 2.2 χλμ.
Γύρω στο 350, υπό την επιρροή της Απολλωνίας, απέκτησε καθαρά Ελληνικό
χαρακτήρα και εγνώρισε μεγάλη οικονομική και πνευματική ακμή, έκοψε δε
δικό της νόμισμα.
Η πόλη διέθετε μεγάλο Στάδιο ( που έχει διασωθεί στα νοτιοανατολικά της
) χωρητικότητος περίπου 4.000 θεατών, κατασκευασμένο τον 4ο αιώνα και
χρησιμοποιηθέν τουλάχιστον έως και τον 4ο μ.χ.χ αιώνα. Η πόλη συμμετείχε
τον 3ο αιώνα στο «Κοινόν των Ηπειρωτών», επί Ρωμαιοκρατίας ωστόσο έπεσε
σε σταδιακή παρακμή για να εγκαταλειφθεί περί τον 6ο αιώνα μ.χ.χ. μετά
την πλήρη επικράτηση του Χριστιανισμού. Εκτός από το Στάδιο και τα πολυγωνικά
τείχη, σώζονται υπολείμματα Ναού της Θεάς Αφροδίτης και ενός μικρότερου
δωρικού, του 2ου αιώνος, αφιερωμένου σε άγνωστη θεότητα.
Βύλλις
( πλησίον του Φίερι )
Αρχαία πόλη των Χαόνων. Έχουν αποκαλυφθεί από την αρχαιολογική έρευνα
ένα περίφημο Θέατρο πού συνδυάζει δωρικό και ιωνικό ρυθμό, καθώς και Γυμναστήριο,
Στάδιο, ταφικά κτίσματα με Μακεδονικές επιδράσεις, Αρχαία Αγορά, οικία
με περίστυλη αυλή και πολύχρωμο ψηφιδωτό, νομίσματα με παραστάσεις του
Θεού Δωδωναίου Διός, της Θεάς Αρτέμιδος, του Θεού Ηρακλέους και του Αχιλλέως,
καθώς και πλήθος επιγραφών.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου