Τον τελευταίο καιρό το ερώτημα που βασανίζει όλους μας είναι κατά πόσο η χώρα μας θα ξεπεράσει την κρίση. Ομολογώ ότι κατατάσσω τον εαυτό μου στην πλευρά εκείνων των Ελλήνων που πιστεύουν ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας μας θα επιδεινωθεί, και μάλιστα στους προσεχείς μήνες, με ό, τι αυτό συνεπάγεται.
Αυτό είναι το πρώτο σενάριο. Ενα απαισιόδοξο σενάριο, το «καταστροφικό» όπως λέει το ΙΟΒΕ, τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους δανειστές της. Δυστυχώς, η απαισιοδοξία αυτή δεν πηγάζει από κάποια έμφυτη διάθεση. Βασίζεται στο γεγονός ότι παρά τα πολύ σημαντικά και πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα μέτρα που έχει πάρει η κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες, αυτά που χρειάζεται ακόμη να γίνουν, δηλαδή οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παράγονται στη χώρα μας ανταγωνιστικά, δεν υλοποιούνται με τον ρυθμό αλλά ούτε με την ποιότητα που απαιτείται. Και σ’ αυτό, άμεσα ή έμμεσα, είμαστε όλοι υπεύθυνοι, κυρίως γιατί η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας δεν αποτελεί πρωτεύοντα στόχο, κοινή επιδίωξη, σημείο συναίνεσης, το πρώτο θέμα συζήτησης στη Βουλή, σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης, στα ΜΜΕ, στην καθημερινότητά μας.
Σε διάφορες συζητήσεις, με έμπειρους ξένους συνομιλητές, εισπράττω έναν εφησυχασμό εκ μέρους τους, ο οποίος βασίζεται στην επιχειρηματολογία ότι η χώρα μας μπορεί να αντεπεξέλθει και να γίνει ανταγωνιστική γιατί εμείς οι Ελληνες, σε σύγκριση με άλλους λαούς προηγμένων οικονομιών με αντίστοιχα προβλήματα, έχουμε σημαντικά περιθώρια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της εθνικής μας οικονομίας γιατί μπορούμε να μειώσουμε σημαντικά τις αποδοχές μας μέχρι τα επίπεδα της κοινωνικής ευημερίας μας να εξομοιωθούν με εκείνα των χωρών αυτών! Αναρωτιέμαι κατά πόσο τα ευνοϊκά σχόλια και η εν γένει αισιοδοξία των ξένων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων αναφορικά με την έξοδο της χώρας μας από την κρίση, που έχουμε εισπράξει τις τελευταίες εβδομάδες, εκπορεύονται από ένα τέτοιο σκεπτικό. Αυτό είναι το δεύτερο σενάριο. Το σενάριο εκείνο που προϋποθέτει σημαντική μείωση του επιπέδου κοινωνικής ευημερίας, εκποίηση μέρους της δημόσιας ακίνητης περιουσίας ή/και επέκταση των χρονικών ορίων που μας έχουν τεθεί από την τρόικα. Το σενάριο αυτό είναι από τη μία πλευρά απαισιόδοξο, αλλά είναι αξιοπρεπές για εμάς τους Ελληνες, γιατί, με πολύ μεγάλες θυσίες, εκπληρώνουμε στο ακέραιο όλες μας τις υποχρεώσεις, και από την άλλη πλευρά είναι αισιόδοξο για τους δανειστές της χώρας μας γιατί θα πάρουν τα χρήματά τους, έστω και με μια καθυστέρηση - έντοκη όμως. Υπάρχει όμως και ένα τρίτο σενάριο. Αυτό που είναι αισιόδοξο τόσο για την Ελλάδα και τους Ελληνες όσο και για τους δανειστές της. Στο σενάριο αυτό οι Ελληνες, έπειτα από μια ολιγόχρονη περίοδο ανασύνταξης και αναπροσαρμογής, ανακάμπτουν και επιστρέφουν στα επίπεδα της κοινωνικής ευημερίας που έχουν επιτύχει, με προοπτικές περαιτέρω βελτίωσης, ενώ συγχρόνως η χώρα μας εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της στο ακέραιο εξερχόμενη πλήρως από την κρίση. Το σενάριο αυτό, το οποίο είναι εφικτό ως άσκηση επί χάρτου, φαντάζει όμως απίθανο να υλοποιηθεί -όχι γιατί δεν μπορούμε αλλά γιατί δεν θέλουμε-, βασίζεται σε δύο άξονες.
Ο πρώτος αφορά την απαιτούμενη θεσμοθέτηση. Αντιμέτωπη με μία εθνική κρίση και απειλή για το ελληνικό έθνος ισοδύναμη της εισβολής των Ιταλών και Γερμανών στη χώρα μας πριν από εβδομήντα χρόνια, η πολιτική ηγεσία του τόπου, τουλάχιστον οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων, θα ενσκήψουν στα προβλήματα από κοινού και με συναίνεση θα συνεργαστούν για την προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο. Με απλά λόγια, θα συνεργαστούν για τη δημιουργία ενός καλού επιχειρηματικού περιβάλλοντος με σωστές εργασιακές σχέσεις, κανόνες διακυβέρνησης για σωστή λειτουργία θεσμών και οικονομική διαχείριση σε όλα τα επίπεδα διοίκησης, άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και μείωση της γραφειοκρατίας. Ο δεύτερος άξονας αφορά την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων για τη δημιουργία καλού επιχειρηματικού κλίματος για οικονομική ανάπτυξη και διέξοδο από την κρίση. Ο άξονας αυτός βασίζεται σε τρεις πυλώνες:
α) Διενέργεια ευρείας ενημερωτικής καμπάνιας από την κυβέρνηση και τις πολιτικές ηγεσίες, ώστε όλοι οι Ελληνες να δημιουργήσουμε το κατάλληλο όραμα και να γίνουμε συμμέτοχοι στην αναγκαιότητα δημιουργίας και διατήρησης ενός υγιούς επιχειρηματικού κλίματος.
β) Σαφείς και ξεκάθαρες κατευθύνσεις, για να μετατραπεί η κοινωνία από απλός θεατής και σχολιαστής της κρίσης σε ενεργό συντελεστή των προσπαθειών για τη διέξοδο από αυτήν.
γ) Ολοι οι κλάδοι της οικονομίας θα λειτουργήσουν ως αρωγοί στην προσπάθεια του κράτους να μειώσει τη γραφειοκρατία και να βελτιώσει τον ρόλο του για καλύτερη ανταγωνιστικότητα, με πλήρη διάθεση για υιοθέτηση καλών πρακτικών προσαρμογής και βελτίωσης. Μαζί με τις καλές πρακτικές, προϋπόθεση και εργαλείο για την επίτευξη ενός τέτοιου φιλόδοξου σεναρίου είναι το διεθνώς αναγνωρισμένο πρότυπο που θέλει την καινοτομία να είναι ο κύριος παράγων και η κινητήριος δύναμη για ανταγωνιστικότητα με ταυτόχρονη κοινωνική ευημερία. Οσοι λαοί υιοθέτησαν την καινοτομία ως τρόπο ζωής έχουν καταφέρει με απλά λόγια να μετατρέψουν ιδέες και στοιχεία γνώσης σε προϊόντα και υπηρεσίες που προσφέρουν αξία σ’ αυτόν που απευθύνονται. Πολύ περισσότερο όμως, παραφράζοντας τον Δαρβίνο, έχουν ενστερνιστεί ότι: Τα… Εθνη…. «που επιβιώνουν δεν είναι τα πιο δυνατά ούτε τα πιο έξυπνα. Είναι αυτά που ανταποκρίνονται περισσότερο στην αλλαγή», που έχουν αναγνωρίσει τι συμβαίνει στο περιβάλλον τους και προσαρμόζονται διαρκώς στον περίγυρό τους. Bέβαια, ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα απαιτεί εθνική συναίνεση και συσπείρωση. Γι’ αυτό, χρειαζόμαστε κατ’ ελάχιστον όχι μόνο έναν Θεμιστοκλή, αλλά και έναν Αριστείδη…
Tου Τακη Aθανασοπουλου*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου