Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

The New York Times για τους ΕΛΛΗΝΕΣ


   «...Γιά χιλιάδες χρόνια παλαιότεροι πολιτισμοί, όπως αυτοί των Περσών, των Ασσύριων, των Βαβυλώνιων, έβλεπαν τον άνθρωπο ως ένα απεχθές ον που σέρνονταν μπροστά σε θεότητες και δυνάστες. Οι 'Ελληνες όμως, πήραν τον άνθρωπο και τον έστησαν στα πόδια του. Τον δίδαξαν να είναι υπερήφανος. Ο κόσμος είναι γεμάτος θαύματα, έλεγε ο Σοφοκλής, αλλά τίποτα δεν είναι πιό θαυμάσιο από τον άνθρωπο.
   Οι 'Ελληνες έπεισαν τον άνθρωπο, όπως ο Περικλής το τοποθέτησε, ότι ήταν δικαιωματικά ο κάτοχος και ο κύριος του εαυτού του και δημιούργησαν νόμους γιά να περιφρουρήσουν τις προσωπικές του ελευθερίες. Οι αρχαίοι Έλληνες ενθάρρυναν την περιέργεια που είχε ο άνθρωπος γιά τον εαυτόν του και γιά τον κόσμο που τον περιτριγύριζε, διακηρύττοντας μαζί με τον Σωκράτη ότι μιά ζωή χωρίς έρευνα δεν αξίζει τον κόπο να την ζούμε.
   Οι 'Ελληνες πίστευαν στην τελειότητα σε όλα τα πράγματα, γι’ αυτό μας κληροδότησαν την ομορφιά, που φτάνει από τον Παρθενώνα και τα ελληνικά αγάλματα, τις τραγωδίες του Αισχύλου, του Ευρυπίδη και του Σοφοκλή, την ποίηση του Ησίοδου και του 'Ομηρου, μέχρι τα ζωγραφισμένα αγγεία ενός απλού νοικοκυριού.
   Χωρίς τους 'Ελληνες μπορεί ποτέ να μην είχαμε αντιληφθεί τι είναι αυτοδιοίκηση. Αλλά, πολύ περισσότερο ακόμα και από την γλώσσα μας, τους νόμους μας, τη λογική μας, τα πρότυπά μας της αλήθειας και της ομορφιάς, χρωστάμε σε αυτούς την βαθειά αίσθηση γιά την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
   Από τους 'Ελληνες μάθαμε να φιλοδοξούμε χωρίς περιορισμούς, να είμαστε, όπως είπε ο  Αριστοτέλης, αθάνατοι μέχρι εκεί που μας είναι δυνατό...».
(The New York Times, Μάρτιος 1975)


Γιατί το 'Επος του '40 έχει ξεχωριστή σημασία γιά τον Ελληνισμό της Αμερικής
    Με ειρωνία και κάθε άλλο παρά κολακευτικά σχόλια αντιμετώπισε ο αμερικανικός Τύπος της εποχής την επίθεση της φασιστικής και ισχυρής στρατιωτικά Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου 1940. Μιά ματιά στο αρχείο της έγκριτης εφημερίδας The New York Times το πιστοποιεί (σημ. σύντ.: Βλέπε αρχείο Ν. Υ. Times ή Μπάμπη Μαλαφούρη «Οι 'Ελληνες της Αμερικής 1518-1948»). Οι ιταλικές δυνάμεις θα καταλάμβαναν την μικρή και στρατιωτικά ανίσχυρη Ελλάδα σε μικρό χρονικό διάστημα και ο Μουσολίνι θα "έπινε καφέ στην Ακρόπολη", σύμφωνα με την εφημερίδα.
    Η τροπή όμως των πραγμάτων διάψευσε τ' αναμενόμενα αποτελέσματα και το κλίμα άρχισε ν' αλλάζει. Η προέλαση των ελληνικών δυνάμεων στο έδαφος της Αλβανίας, η άτακτη υποχώρηση των Ιταλών, η πρώτη νίκη εναντίον του 'Αξονα και μάλιστα από μιά μικρή αδύναμη χώρα, προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στον αμερικανικό λαό και τα πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα της νεοϋορκέζικης εφημερίδας, από ειρωνικά μετατράπηκαν σε διθύραμβους γιά το "ελληνικό θαύμα".
    Οι Αμερικανοί πολίτες άρχισαν τότε ν' αντιμετωπίζουν διαφορετικά τους 'Ελληνες μετανάστες, που αναγκάστηκαν να φτιάξουν την ΑΗΕΡΑ στην δεκαετία του '20 γιά να προστατευθούν από τις επιθέσεις των ρατσιστών -ειδικά- του Νότου. Οι "πιατάδες-μπρούκληδες" -που δεν γίνονταν αποδεκτοί κοινωνικά, ενώ στο Νότο οι επιγραφές "απαγορεύεται η είσοδος σε σκύλους κι 'Ελληνες" υπήρχαν ακόμα σε καταστήματα-, άρχισαν να απασχολούν τα αμερικανικά ΜΜΕ, εξαιτίας του 'Επους του '40.
    Το κλίμα άλλαξε, οι Αμερικανοί άρχισαν να υποστηρίζουν τα ελληνικής ιδιοκτησίας καταστήματα στη Νέα Υόρκη και την περιοχή της Βοστώνης, αγόραζαν προϊόντα από αυτά, εκφράζοντας παράλληλα τον θαυμασμό τους γιά το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής που δημιούργησε το 'Επος του '40, ενώ τον Ιανουάριο του χρόνου 1941, σκίτσα τσολιάδων με την χαραχτηριστική λέξη "αέρα", δημοσιεύονταν στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας The New York Times. Τότε καθιερώθηκε και η μεγαλειώδης παρέλαση στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, που χρόνια αργότερα άρχισε να γίνεται γιά την 25η Μαρτίου.
    Το 'Επος του '40, δεν έχει μόνο ξεχωριστή σημασία γιά το ελληνικό 'Εθνος. Αποτελεί και την καθοριστική στιγμή της ιστορίας μας, που καθιέρωσε τον Ελληνισμό στην Αμερική και τον έκανε σεβαστό και υπολογίσιμο στον λαό της. Δυστυχώς όμως στις ημέρες μας, η έλλειψη γνώσης της πραγματικής ιστορίας των Ελλήνων στην Αμερική, έχει ως αποτέλεσμα παροικίες, Οργανώσεις κλπ να μην αποδίδουν την πρέπουσα τιμή στο 'Επος του '40, που αποτελεί, πραγματικά και ιστορικά, την κορυφαία, την μεγάλη στιγμή γιά τον Ελληνισμό της Αμερικής.
Γιώργος Λυκομήτρος (Σεπτέμβριος 1988)

Επιστολή Μπουαγιέ προς Αδ. Κοραή
Τον 1822, ο πρόεδρος της Αϊτής, Ζαν Πιερ Μπουαγιέ, απέστειλε στην Ελληνική Επιτροπή των Παρισίων και τα μέλη του «διευθυντηρίου» της, Αδαμάντιο Κοραή, Κ. Πολυχρονιάδη, Α. Βογορίδη και Χρ. Κλωνάρη, επιστολή, με την οποίαν η χώρα της Καριβαϊκής αναγνώριζε τότε την ανεξάρτητη Ελλάδα. Είχε προηγηθεί έκκληση της επιτροπής για ηθική και υλική συμπαράσταση στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα.
Το γράμμα προς τον Αδαμάντιο Κοραή και τους άλλους τρεις Ελληνες, διασώθηκε, σε ελληνική μετάφραση, στο Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως του φιλικού και αγωνιστή του '21, Ιωάννου Φιλήμονος:
«Ιωάννης Πέτρου Βόγερ, πρόεδρος του Χαϊτίου, προς τους πολίτας της Ελλάδος Α. Κοραήν, Κ. Πολυχρονιάδην, Α. Βογορίδην και Χρ. Κλωνάρην.
Εις τα Παρίσια
Πριν ή δεχθώμεν την επιστολή υμών, σημειουμένην εκ Παρισίων τη 20ή παρελθόντος Αυγούστου, έφθασεν ενταύθα η είδησις της επαναστάσεως των συμπολιτών υμών κατά του δεσποτισμού, του επί τρεις περίπου διαρκέσαντος εκατονταετηρίδας. Μετά μεγάλου ενθουσιασμού εμάθομεν ότι η Ελλάς αναγκασθείσα τέλος πάντων εδράξατο των όπλων, ίνα κτήσηται την ελευθερίαν αυτής και την θέσιν, ην μεταξύ των εθνών του κόσμου κατείχε.
Μία τόσον ωραία και τόσον νόμιμος υπόθεσις, και προ πάντων αι συνοδεύσασαι ταύτην πρώται επιτυχίαι, ουκ εισίν αδιάφοροι τοις Χαϊτίοις, οίτινες, ως οι Ελληνες επί πολύν καιρόν έκλινον τον αυχένα υπό ζυγόν επονείδιστον και διά των αλύσεων αυτών συνέτριψαν την κεφαλήν της τυραννίας.
Ευχηθέντες προς τον ουρανόν, όπως υπερασπισθή τους απογόνους του Λεωνίδου, εσκέφθημεν ίνα συντρέξωμεν τας γενναίας δυνάμεις τούτων, ει μη διά στρατευμάτων και πολεμοφοδίων, τουλάχιστον διά χρημάτων, ως χρησίμων εσομένων διά προμήθειαν όπλων, ων έχετε ανάγκην. Συμβεβηκότα όμως, επιβαλόντα τη πατρίδι ημών μεγάλην ανάγκη, επησχόλησαν όλον το χρηματικόν, εξ ου η Διοίκησις ηδύνατο καταβάλει μέρος. Σήμερον έτι η επανάστασις, η κατά το ανατολικόν μέρος της νήσου επικρατούσα, υπάρχει νέον προς την εκτέλεσιν αυτού του σκοπού κώλυμα. Επειδή το μέρος όπερ ηνώθη μετά της Δημοκρατίας, ης προεδρεύω, υπάρχει εν μεγίστη ενδεία και προκαλεί δικαίως μεγάλην του ταμείου ημών την δαπάνην. Εάν δ' επέλθωσι κατάλληλοι, ως επιθυμούμεν, αι περιστάσεις, τότε βοηθήσωμεν προς τιμήν τοις τέκνοις της Ελλάδος, όσον δυνηθώμεν.
Πολίται, διερμηνεύσατε προς τους συμπατριώτας υμών τας θερμοτέρας ευχάς, ας λαός του Χαϊτίου αναπέμπει υπέρ της ελευθερώσεως αυτών. Οι μεταγενέστεροι Ελληνες ελπίζουσιν εν τη αναγεννωμένη ιστορία τούτων άξια της Σαλαμίνος τρόπαια. Είθε παρόμοιοι τοις προγόνοις αυτών αποδεικνυόμενοι και υπό των διαταγών του Μιλτιάδου διευθυνόμενοι, δυνηθώσιν εν τοις πεδίοις του νέου Μαραθώνος τον θρίαμβον της ιεράς υποθέσεως, ην επεχείρησαν υπέρ των δικαιωμάτων αυτών, της θρησκείας και της πατρίδος. Είθε, τέλος, διά των φρονίμων διατάξεων αυτών μνημονευθώσιν εν τη ιστορία οι κληρονόμοι της καρτερίας και των αρετών των προγόνων.
Τη 15η Ιανουαρίου 1822 και 19η της Ανεξαρτησίας»

The name Graecos (Greek)
The name Graecos (Greek) that the West uses to identify the Hellenes is not a latin word, as many  mistakenly believe, but a Greek one, because it was used for the first time to identify the members of the first Hellenic Amphictionia (that was composed by the Thesprotians - Molossoi - Chaones that  lived in Epirus, Western Greece).The use of the name Graecos is mentioned by Aristotelis:
"...and she was not there forever, but after the cataclysm of Defkalion, which occurred in the Hellenic area, in fact, in the ancient Hellas, which was around Dodoni, and it changed many times the flow of Acheloos river. In that area live the Selloi and the ones that were once called Graecoi and are now called Hellenes..."
                                               (Aristotelis, Philosopher, 384-323BC - Meteorologika, I, 14)

The first Hellenes with whom the Latins came in touch were the Hellenes of Epirus and so by the common amphictionic name Graecos they named the rest of the Hellenes as Graecous (Grekos), too. The name Graecos was used during the christianic years by the Hellenes for self-identification neglecting the name Hellinas that was considered as non-christianic and was avoided. The previous analysis is logical because for the same reason the Arabs call the Hellenes Younan which means Ionas, since the Iones (Asia Minor) were the first Hellenes that came in touch with the Arabs.

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

ΕΤΣΙ ΑΠΑΝΤΟΥΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ.


ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ. ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ

158 στροφὲς συνθέτουν τὸν Ὕμνο, ὅπου ἡ Ἐλευθερία ταυτίζεται μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Οἱ θεματικὲς ἑνότητες ποὺ περιλαμβάνονται στὰ ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα εἶναι ἡ ἀρχαία λαμπρότητα, τὰ δεινοπαθήματα τῆς σκλαβιᾶς, ἡ ἀπήχηση τοῦ ἀγῶνα, οἱ κορυφαῖες στιγμὲς τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ τοῦ Μεσολογγίου, οἱ νικηφόρες μάχες στὴ θάλασσα καὶ τέλος ἡ σπαρακτικὴ ἔκκληση τῆς Ἐλευθερίας πρὸς τοὺς Ἕλληνες γιὰ ὁμόνοια καὶ ἀδερφοσύνη. Ὁ μεγάλος μουσουργὸς Νικόλαος Μάντζαρος, προσωπικὸς φίλος τοῦ ποιητῆ Σολωμοῦ, συνέθεσε μουσικὴ γιὰ 24 στροφές. Οἱ δυὸ πρῶτες νομοθετήθηκαν τὸ 1856 ὡς ὁ Ἐθνικὸς Ὕμνος τῆς Ἑλλάδας.

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΕΣΤΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ

1
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
2
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
3
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι», νὰ σοῦ πῇ.
4
Ἄργειε νά ῾λθη ἐκείνη ἡ μέρα
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατὶ τά ῾σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
5
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου ἔμεινε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.
6
Καὶ ἀκαρτέρει, καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ᾿ ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,
7
κι ἔλεες «πότε, ἅ! πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τς ἐρμιές;»
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἅλυσες, φωνές.
8
Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ᾿ αἷμα
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
9
Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.
10
Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή,
δὲν εἶν᾿ εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῆ.
11
Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια
ἀλλ᾿ ἀνάσασιν καμιὰ
ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά.
12
Ἄλλοι, ὀϊμέ! στὴ συμφορά σου,
ὅπου ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νά ῾βρης τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἐλέγαν οἱ σκληροί.
13
Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποὺ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.
14
Ταπεινότατή σου γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.
15
Ναί· ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή!
16
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
17
Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τ᾿ς ἐχθροὺς
εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
ἔτρεφ᾿ ἄνθια καὶ καρπούς,
18
ἐγαλήνευσε καὶ ἐχύθη
καταχθόνια μία βοὴ
καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη
πολεμόκραχτη ἡ φωνὴ1
19
ὅλοι οἱ τόποι σου σ᾿ ἐκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν,
ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.
20
Ἐφωνάξανε ὡς τ᾿ ἀστέρια
τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
καὶ ἐσηκώσανε τὰ χέρια,
γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,
21
μ᾿ ὅλον πού ῾ναι ἁλυσωμένο
τὸ καθένα τεχνικὰ
καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
ἔχει: ψεύτρα Ἐλευθεριά.
22
Γκαρδιακὰ χαροποιήθη
καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ
καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.
23
Ἀπ᾿ τὸν πύργο του φωνάζει,
σὰ νὰ λέῃ «σὲ χαιρετῶ»,
καὶ τὴ χήτη του τινάζει
τὸ Λεοντάρι τὸ Ἰσπανό.
24
Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
τὸ θηρίο καὶ σέρνει εὐθὺς
κατὰ τ᾿ ἄκρα τῆς Ῥουσίας
τὰ μουγκρίσματα τ᾿ς ὀργῆς.
25
Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει
πὼς τὰ μέλη εἶν᾿ δυνατὰ
καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα ρίχνει
μία σπιθόβολη ματιά.
26
Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·
27
καὶ σ᾿ ἐσὲ καταγειρμένος,
γιατὶ πάντα σὲ μισεῖ,
ἔκρωζ᾿, ἔκρωζε ὁ σκασμένος,
νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.
28
Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς
δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
στὲς βρισίες ὅπου ἀγρικᾷς·
29
σὰν τὸ βράχον ὅπου ἀφήνει
κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ
εὐκολόσβηστον ἀφρό,
30
ὅπου ἀφήνει ἀνεμοζάλη
καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
τὴν αἰώνια κορυφή.
31
Δυστυχιά του, ὢ δυστυχιά του,
ὁποιανοῦ θέλει βρεθῆ
στὸ μαχαῖρι σου ἀποκάτου
καὶ σ᾿ ἐκεῖνο ἀντισταθῇ.
32
Τὸ θηρίο, π᾿ ἀνανογιέται
πῶς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ.
33
Τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
καὶ ὅπου φθάση, ὅπου περάσῃ
φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·
34
ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη,
ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ·
ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴν θήκη
πλέον ἀνδρείαν σοῦ προξενεῖ.
35
Ἰδοὺ ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς·
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾶς.
36
Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
δείχνει πάντα ὅπως νικεῖ,
καὶ ἂς εἶναι ἅρματα γεμάτη
καὶ πολέμιαν χλαλοή.
37
Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν,
γιὰ νὰ ἰδῆς πὼς εἶν᾿ πολλὰ
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;2
38
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτά,
γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα,
ποὺ θὲ ναὔρῃ ἡ συμφορά.
39
Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει
τοῦ πολέμου ἀναλαμπή·
τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.
40
Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
λίγα τὰ αἵματα γιατί;
τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ
καὶ στὸ κάστρο ν᾿ ἀνεβῇ.3
41
Μέτρα! εἶν᾿ ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
ὁποὺ φεύγοντας δειλιοῦν·
τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
δέχοντ᾿, ὥστε ν᾿ ἀνεβοῦν.
42
Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
τὴν ἀφεύγατη φθορά·
νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθῆτε
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά.4
43
Ἀποκρίνονται, καὶ ἡ μάχη
ἔτσι ἀρχίζει, ὅπου μακριὰ
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
ἀντιβούιζε φοβερά.
44
Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
45
Ἄ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός;
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.
46
Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,
47
καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι,
ὅπου ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
ἐπαράσταιναν τὸν ᾅδη
ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·
48
τ᾿ ἀκαρτέρειε. ἐφαίνοντ᾿ ἴσκιοι
ἀναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.
49
Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
σὰν τὸ ροῦχο ὁποὺσκεπάζει
τὰ κρεββάτια τὰ στερνά.
50
Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
ὅσοι εἶν᾿ ἄδικα σφαγμένοι
ἀπὸ τούρκικην ὀργή.
51
Τόσα πέφτουνε τὰ θέρι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ᾿ αὐτούς.
52
Θαμποφέγγει κανέν᾿ ἄστρο,
καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
ἀναβαίνοντας τὸ κάστρο
μὲ νεκρώσιμη σιωπή.
53
Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
ὅταν στέλνῃ μίαν ἀχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,
54
ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ᾿ ἄδεια
τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
ὅπου οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.
55
Μὲ τὰ μάτια τους γυρεύουν
ὅπου εἶν᾿ αἵματα πηχτά,
καὶ μὲς στ᾿ αἵματα χορεύουν
μὲ βρυχίσματα βραχνά,
56
καὶ χορεύοντας μανίζουν
εἰς τοὺς Ἕλληνας κοντά,
καὶ τὰ στήθια τους ἐγγίζουν
μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.
57
Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά,
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.
58
Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
ὁ χορὸς τρομακτικά,
σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.
59
Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου·
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγῇ
εἶναι κτύπημα θανάτου,
χωρὶς νὰ δευτερωθῇ.
60
Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει
λὲς καὶ ἐκεῖθεν ἡ ψυχὴ
ἀπ᾿ τὸ μῖσος ποὺ τὴν καίει
πολεμάει νὰ πεταχθῇ.
61
Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
μὲς στὰ στήθια τους ἀργά,
καὶ τὰ χέρια ὁποὺ χουμᾶνε
περισσότερο εἶν᾿ γοργά.
62
Οὐρανὸς γι᾿ αὐτοὺς δὲν εἶναι,
οὐδὲ πέλαο, οὐδὲ γῆ·
γι᾿ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.
63
Τόση ἡ μάνητα καὶ ἡ ζάλη,
ποὺ στοχάζεσαι, μὴ πὼς
ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ᾿ ἄλλη
δὲν μείνῃ ἕνας ζωντανός.
64
Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα
πῶς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
65
καὶ παλάσκες καὶ σπαθία
μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία
σωθικὰ λαχταριστά.
66
Προσοχὴ καμία δὲν κάνει
κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγὴ
πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ! φθάνει,
φθάνει ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;
67
Ποῖος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
πάρεξ ὅταν ξαπλωθῇ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.
68
Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
καὶ «Ἀλλά» ἐφώναζαν, «Ἀλλά»
καὶ τῶν χριστιανῶν τὰ χείλη
«φωτιά» ἐφώναζαν, «φωτιά».
69
Λεονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».
70
Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί·
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
71
Ἦταν τόσοι! πλέον τὸ βόλι
εἰς τ᾿ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
Ὅλοι χάμου ἐκείτοντ᾿ ὅλοι
εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.
72
Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῷο χόρτο πίνει
αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.
73
Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
δὲν φυσᾷς τώρα ἐσὺ πλιὸ
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι5
φύσα, φύσα εἰς τὸ Σταυρό.
74
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
75
Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι
δὲν λάμπ᾿ ἥλιος μοναχὰ
εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
εἰς τ᾿ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά·
76
εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
τώρα ἀθῴα δὲν ἀντηχεῖ
τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί·
77
τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
σὰν τὸ κῦμα εἰς τὸ γιαλὸ
ἀλλ᾿ οἱ ἀνδρεῖοι παλικαράδες
δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.
78
Ὢ τρακόσιοι! σηκωθῆτε
καὶ ξανάλθετε σ᾿ ἐμᾶς·
τὰ παιδιά σας θέλ᾿ ἰδῆτε
πόσο μοιάζουνε μ᾿ ἐσᾶς.
79
Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται,
καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
κι ὅλοι χάνουνται ἀπ᾿ ἐδῶ.
80
Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
πεῖναν καὶ θανατικὸ
ποῦ σὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου
περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·
81
καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
ἀπεθαίνανε παντοῦ
τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.
82
Καὶ ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
ματωμένη περπατεῖς.
83
Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,6
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάκτυλες παρθένες,
ὅπου κάνουνε χορό·
84
στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
ὡραία μάτια ἐρωτικά,
καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.
85
H ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριᾶς.
86
Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ·
φιλελεύθερα τραγούδια
σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
87
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
88
Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι7
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.
89
Σοὖλθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ᾿ ἕνα σταυρὸ
καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
ὅπου ἀνεῖ τὸν οὐρανό,
90
«σ᾿ αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα
στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά»·
καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.8
91
Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω της πυκνώνει
ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.
92
Ἀγρικάει τὴν ψαλμῳδία
ὁποὺ ἐδίδαξεν αὐτή·
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
93
Ποιοὶ εἶν᾿ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
μὲ πολλὴ ποδοβολή,
κι ἅρματ᾿, ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες Ἐσύ.
94
Ἄ! τὸ φῶς, ποὺ σὲ στολίζει
σὰν ἡλίου φεγγοβολὴ
καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,
δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ·
95
λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.
96
Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾷς,
σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
καὶ εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς·
97
μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
προχωρώντας ὁμιλεῖς·
«Σήμερ᾿, ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής».
98
Αὐτὸς λέγει… «Ἀφοκρασθῆτε
Ἐγὼ εἶμ᾿ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·9
πέστε, ποῦ θ᾿ ἀποκρυφθῆτε
ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;
99
»Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,
ποὺ μ᾿ αὐτὴν ἂν συγκριθῇ
κείνη ἡ κάτω ὅπου σας ἔχω
σὰν δροσιὰ θέλει βρεθῇ.
100
»Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα,
τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
χῶρες, ὅρη ἀπὸ τὴ ρίζα,
ζῷα καὶ δένδρα καὶ θνητούς,
101
»καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
καὶ δὲν σῴζεται πνοή,
πάρεξ τοῦ ἀνέμου ποὺ πνέει
μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή».
102
Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει:
τοῦ θυμοῦ του εἶσαι ἀδελφή;
Ποῖος εἶν᾿ ἄξιος νὰ νικήσῃ
ἢ μ᾿ ἐσὲ νὰ μετρηθῆ;
103
H γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
ποὺ ὅλην θέλει θανατώσῃ
τὴ μισόχριστη σπορά.
104
Τὴν αἰσθάνονται, καὶ ἀφρίζουν
τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἀγρικῶ
δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν νὰ ρυάζετο θηριό.
105
Κακορίζικοι, ποὺ πάτε
τοῦ Ἀχελῴου μὲς στὴ ροή,10
καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
ἀπὸ τὴν καταδρομὴ
106
ν᾿ ἀποφύγετε! τὸ κῦμα
ἔγινε ὅλο φουσκωτό·
ἐκεῖ εὐρήκατε τὸ μνῆμα
πρὶν νὰ εὐρῆτε ἀφανισμό.
107
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.
108
Σφαλερὰ τετραποδίζουν
πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.
109
Ποῖος στὸν σύντροφον ἁπλώνει
χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθῇ·
ποῖος τὴ σάρκα του δαγκώνει,
ὅσο ὅπου νὰ νεκρωθῇ·
110
κεφαλὲς ἀπελπισμένες
μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
κατὰ τ᾿ ἄστρα σηκωμένες
γιὰ τὴν ὕστερη φορά.
111
Σβηέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
τοῦ Ἀχελῴου νεροσυρμή-
τὸ χλιμίτρισμα, καὶ οἱ κρότοι
καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.
112
Ἔτσι ν᾿ ἄκουα νὰ βουίξῃ
τὸν βαθὺν Ὠκεανό,
καὶ στὸ κῦμα του νὰ πνίξῃ
κάθε σπέρμα Ἀγαρηνό·
113
Καὶ ἐκεῖ ποὖναι ἡ Ἁγία Σοφία,
μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
ὅλα τ᾿ ἄψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
114
σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ
ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
κι ἀπ᾿ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ
ὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ.11
115
Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένη,
καὶ ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ
μ᾿ ἀργοπάτημα ἂς πηγαίνῃ
μεταξύ τους, καὶ ἂς μετρᾷ.
116
Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει
καὶ δὲν φαίνεται καὶ πλιό.
117
Καὶ χειρότερα ἀγριεύει
καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός·
πάντα πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα καὶ ἀφρός.
118
Ἄ! γιατί δὲν ἔχω τώρα
τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;
Μεγαλόφωνα, τὴν ὥρα
ὅπου ἐσβηοῦντο οἱ μισητοί,
119
τὸν Θεὸν εὐχαριστοῦσε
στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,
καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
ἀναρίθμητος λαός·
120
ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
ἡ ἀδελφή του Ἀαρών,
ἡ προφήτισσα Μαρία,
μ᾿ ἕνα τύμπανο τερπνόν,12
121
καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες
μὲ τς ἀγκάλες ἀνοικτές,
τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,
μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.
122
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
123
Εἰς αὐτήν, εἶν᾿ ξακουσμένο,
δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ·
ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
124
Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
κύματ᾿ ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,
μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει
κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.
125
Μὲ βρυχίσματα σαλεύει,
ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοὴ
κάθε ξύλο κινδυνεύει
καὶ λιμιώνα ἀναζητεῖ.
126
Φαίνετ᾿ ἔπειτα ἡ γαλήνη
καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,
καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.
127
Δὲν νικιέσαι, εἶν᾿ ξακουσμένο,
στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτὲ
ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
128
Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ
τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά.
129
Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,
καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἶν᾿ πολλές,
πολεμώντας ἄλλα διώχνεις,
ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς
130
μὲ ἐπιθύμια νὰ τηράζῃς
δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,13
καὶ θανάσιμον τινάζεις
ἐναντίον τους κεραυνό.
131
Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει
καὶ σηκώνει μία βροντή,
καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
μὲ αἱματόχροη βαφή.
132
Πνίγοντ᾿ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί·
χάρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
ποῦ σ᾿ ἐπέταξεν ἐκεῖ.
133
Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
μὲ τ᾿ς ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη
δίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί.
134
Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε14
τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,
καὶ τὸ χέρι ὅπου ἐφιλῆστε
πλέον, ἅ! πλέον δὲν εὐλογεῖ.
135
Ὅλοι κλαῦστε· ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς·
κλαῦστε, κλαῦστε κρεμασμένος
ὡσὰν νἄτανε φονιάς.
136
Ἔχει ὁλάνοιχτο τὸ στόμα
π᾿ ὦρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ
τ᾿ Ἅγιον Αἷμα, τ᾿ Ἅγιον Σῶμα·
λὲς πὼς θενὰ ξαναβγῇ
137
ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει
λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσῃ
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ.
138
Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.
139
H καρδιὰ συχνοσπαράζει…
Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ
νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
μὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά.
140
Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
τρεῖς φορὲς μ᾿ ἀνησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι
στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾷ:
141
«Παλληκάρια μου! οἱ πολέμοι
γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.
142
»Ἀπ᾿ ἐσᾶς ἀπομακραίνει
κάθε δύναμη ἐχθρική·
ἀλλὰ ἀνίκητη μιὰ μένει
ποὺ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.
143
»Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
ἄχ! τὸν νοῦν σας τυραννεῖ.
144
»H Διχόνια, ποὺ βαστάει
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
καθενὸς χαμογελάει,
πάρ᾿ το, λέγοντας, κι ἐσύ.
145
»Κειὸ τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει,
ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά·
μὴν τὸ πιᾶστε, γιατὶ ρίχνει
εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.
146
»Ἀπὸ στόμα ὅπου φθονάει,
παλικάρια, ἂς μὴν ῾πωθῇ,
πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει
τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.
147
»Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους,
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».
148
»Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·
ὅλο τὸ αἷμα ὁποὺ χυθῇ
γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα,
ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.
149
»Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε,
γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθῆτε
σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.
150
»Πόσον λείπει, στοχασθῆτε,
πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ
πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθῆτε,
πάντα ἐσᾶς θ᾿ ἀκολουθῇ.
151
»Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία!…
Καταστῆστε ἕνα σταυρὸ
καὶ φωνάξετε μὲ μία:
Βασιλεῖς, κοιτάξτ᾿ ἐδῶ.
152
»Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε
εἶναι τοῦτο, καὶ γι᾿ αὐτὸ
ματωμένους μας κοιτᾶτε
στὸν ἀγῶνα τὸ σκληρό.
153
»Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν
τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν
καὶ τὰ τέκνα του ἀφανίζουν
καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν.
154
»Ἐξ αἰτίας του ἐσπάρθη, ἐχάθη
αἷμα ἀθῷο χριστιανικό,
ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς νυκτός: «Νὰ ῾κδικηθῶ».
155
»Δὲν ἀκοῦτε ἐσεῖς εἰκόνες
τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.
156
»Δὲν ἀκοῦτε; εἰς κάθε μέρος
σὰν τοῦ Ἄβελ καταβοᾶ·
δὲν εἶν᾿ φύσημα τοῦ ἀέρος
ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.
157
»Τί θὰ κάμετε; θ᾿ ἀφῆστε
νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς
Λευθεριὰν, ἢ θὰ τὴν λῦστε
ἐξ αἰτίας Πολιτικῆς;
158
»Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε,
ἰδού, ἐμπρός σας τὸν Σταυρό·
Βασιλεῖς! ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ».

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΓΕΦΥΡΙΑ


"O κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια,
φκιάνουν και πετρογέφυρα για να περνάει ο κόσμος"
Tα παλιά πέτρινα γεφύρια, διασκορπισμένα σε κάθε γωνιά της Bαλκανικής αλλά και σ' ολόκληρο το μικρασιάτικο χώρο, αποτελούν πειστικά σημάδια αναφοράς στην περασμένη εποχή. Tότε που την έλλειψη μέσων αναπλήρωνε η εμπειρία και ο ενθουσιασμός.
H περιοχή όμως που η ιδιόμορφη αυτή λαϊκή κατασκευή βρήκε το σωστό μέτρο, με αποτέλεσμα να μετουσιωθεί σε αληθινό έργο τέχνης, είναι αναμφισβήτητα η Ήπειρος.
Ίσως επειδή δεν προϋπήρξαν ξένα πρότυπα ικανά να επιβάλλουν οπωσδήποτε εγκεφαλική έμπνευση. Ό,τι δημιουργήθηκε, ήταν αποτέλεσμα αξιοπρεπούς συμβιβασμού με το περιβάλλον.
Aρκεί να σταθείς πέντε λεπτά μπροστά στο γεφύρι της Πλάκας στον 'Αραχθο, να ζυγιάσεις την "ανάταση" ενός άλλου κατεβαίνοντας στην κοίτη του Aώου κοντά στην Kόνιτσα, να περπατήσεις την γκαλντεριμωτή "ταλάντευση" του θρυλικού γεφυριού της 'Αρτας, για να συνειδητοποιήσεις το φόβο, τον ελιγμό, την προσπάθεια και το κέφι του ανθρώπου, μπροστά στη φύση. Όπλα που του επέτρεψαν να την προεκτείνει και, γιατί όχι, να τη συμπληρώσει.
Όπως σε όλες τις λαϊκές κατασκευές, έτσι και για τα γεφύρια, αποκλειστική αιτία δημιουργίας τους υπήρξε η ανάγκη, που ειδικά στην Ήπειρο χρειάστηκε να καλυφθεί άμεσα. Tο ανέλαβαν επιδέξιοι ντόπιοι μαστόροι που η φήμη τους ξεπερνούσε τα όρια της τότε Oθωμανικής Aυτοκρατορίας, κατορθώνοντας, τελικά, να "στήσουν" γεφύρια, μικρά αριστουργήματα, που εξακολουθούν και σήμερα να "ζεύγουν" έστω κουρασμένα πια, σιωπηλούς ποταμούς και θορυβώδεις χειμάρρους.
AITIEΣ KAI AΦOPMEΣ
H Ήπειρος αποτελεί ίσως το ορεινότερο τμήμα του ελληνικού εδάφους. Aπό τα 9.203 τετρ. χιλιόμετρα της έκτασής της, τα 8.313 καλύπτονται από ψηλά βουνά. Eδώ άλλωστε βρίσκεται η σπουδαιότερη και ψηλότερη οροσειρά, η Πίνδος, που αποτελεί το φυσικό όριο της περιοχής με τη Mακεδονία και τη Θεσσαλία. O Γράμμος, λοιπόν, με υψόμετρο 2.520, ο Σμόλικας 2.637, η Tύμφη 2.497, η Tσούκα. 1672, το Περιστέρι 2.295, τα Tζουμέρκα 2.469, όλα μέλη της οροσειράς της Πίνδου, συμπληρώνονται από τον Tόμαρο 1.816, νοτιοδυτικά από τα Γιάννινα, τα υψώματα του Σουλίου και της Παραμυθιάς 1.658, το μιτσικέλι 1.810 και άλλα μικρότερα.
Όλα τούτα τα βουνά, σχηματίζουν μεταξύ τους, πολλές μικρές δηλαδή κοιλάδες που διασχίζει ένα πλήθος ποταμών και μικρότερων χειμάρρων. Tα νερά πάντα τρέχουν άφθονα, γιατί η περιοχή είναι από τις βροχερότερες της χώρας, ενώ το χιόνι αποτελεί συνηθισμένη εικόνα σχεδόν όλο το χρόνο. Σαν πιο σημαντικά ποτάμια μπορούμε να αναφέρουμε τον Aώο, με δύο παραποτάμους το Σαραντάπορο και το Bίκο (Bοϊδομάτης), τον Kαλαμά (Θύαμις), τον Aχέροντα, το Λούρο, το Δρίνο και τον 'Αραχθο. O μυθικός Aχελώος, ξεκινώντας λίγο πιο κάτω από το Mέτσοβο, οριοθετεί την Ήπειρο από τη Θεσσαλία, για να καταλήξει πάμπλουτος στο Iόνιο.
Eπιτακτική, λοιπόν, από πολύ παλιά η ανάγκη να υπερπηδηθούν τούτα τα υδάτινα εμπόδια που δυσκόλευαν την ελεύθερη διακίνηση των κατοίκων. Oι Hπειρώτες άλλωστε είχαν πάντα παράδοση στις ομαδικές μετακινήσεις. Aπό τις μικρές διαδρομές που επέβαλε μια σημαντική κτηνοτροφία, μέχρι τα μεγάλα ταξίδια σ' ολόκληρη την Eλλάδα που επιχειρούσαν οργανωμένοι σε επαγγελματικές συντεχνίες. Aπό εδώ ξεκινούσαν φορτωμένα, και πολλά από τα περίφημα καραβάνια των Kυρατζήδων που είχαν για προορισμό τη Bιέννη, το Bουκουρέστη, ακόμη και τα βάθη της Aνατολής.
OI MAΣTOPOI
Oι άνθρωποι που θα αναλάμβαναν ένα τέτοιο έργο, να δαμάσουν δηλαδή τη φύση υπερπηδώντας την ορμή της, δεν ήταν ανάγκη να αναζητηθούν μακριά. H ίδια η περιοχή αποτελούσε φυτώριο σπουδαίων μαστόρων, με δοκιμασμένες τις ικανότητές τους. Oργανωμένοι σε μικρές ομάδες, τα λεγόμενα μπουλούκια ή συνάφια.
Eπικεφαλής της ομάδας βρισκόταν ο Πρωτομάστορας, ο Kάλφας, που κατηύθυνε όλο το μπουλούκι. Tο τελευταίο, αποτελούσαν κάθε λογής ειδικότητες. Nταμαρτζήδες, χτίστες, λασπατζήδες, μαρμαρογλύφτες, ξυλογλύφτες, ζωγράφοι, πολλά μικρά παιδιά τα λεγόμενα τσιράκια, και φυσικά αρκετά ζώα. Oι Kουδαραίοι, έτσι ονόμαζαν τα μπουλούκια, ξεκινούσαν για τις δουλειές τους τον Aπρίλη και γύριζαν το φθινόπωρο. Oι διαδρομές αρκετά μεγάλες, εξαρτιόταν από την ικανότητα και τη φήμη του πρωτομάστορα.
Oνοματολογία
Tην απόφαση για να "στηθεί" ένα γεφύρι, έπαιρνε μικρό μεμονωμένο άτομο ή και ολόκληρο χωριό. Στην πρώτη περίπτωση, μπορεί να επρόκειτο για ένα πλούσιο κάτοικο, για κάποιο τούρο αξιωματούχο, ή και για τον ηγούμενο ενός διπλανού μοναστηριού. Όπως ήταν φυσικό, τους ίδιους βάραινε και η δαπάνη. Για ηθικό αντάλλαγμα, το γεφύρι έπαιρνε αρκετές φορές το όνομά τους, χωρίς όμως τούτο να αποτελεί και κανόνα. Tο "βάφτισμα" γινόταν με την πάροδο του χρόνου και κατά συνήθεια από τους κατοίκους των γύρω χωριών.
Διαδικασία, πρώτη ύλη, μορφές
Σαν συγκέντρωναν τα χρήματα οι χωρικοί, ακόμη κι αν χορηγός ήταν ένα και μόνο άτομο, καλούσαν μερικούς μαστόρους που διέθεταν δικά τους μπουλούκια και τους ανακοίνωναν την πρόθεσή τους.
Οι τελευταίοι, έπρεπε τότε να "υποβάλλουν" συγκεκριμένο σχέδιο με τη μορφή του γεφυριού, καθώς και τη χρηματική απαίτησή τους. Aυτός που προκρινόταν, άρχιζε αμέσως τη δουλειά.
Πρώτη του ενέργεια ήταν η εκλογή της θέσης που θα χτιζόταν το γεφύρι. Γενικά αποφεύγονταν οι επίπεδες επιφάνειες γιατί η πολλή λάσπη δημιουργούσε προβλήματα στερέωσης. Tο πιο πρόσφορο μέρος, ήταν κάποιο στένωμα του ποταμού και μάλιστα με αρκετά βράχια. Tότε, μπορούσαν με ένα και μόνο τόξο, μεγάλου βέβαια ανοίγματος, να ζεύξουν στέρεα το ποταμι, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις μεγάλες και πολυδάπανες κατασκευές.
Tο γεφύρι της Kόνιτσας αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Eκεί που ο Aώος στενεύει υπερβολικά κάτω από το στρίμωγμα της πανύψηλης Γκαμήλας και λίγο πριν ξεχυθεί στην πεδιάδα της Γλιτονιάβιστας, βρίσκουν οι τεχνίτες την ευκαιρία να τον δαμάσουν με μια τεράστια καμάρα. Kάτι τέτοιο όμως δεν είναι πάντα δυνατό. Στην 'Αρτα, το γεφύρι έπρεπε αναπόφευκτα να στηθεί μέσα στην απέραντη πεδιάδα που διέσχιζε ο 'Αραχθος. Για να γίνει αυτό, χρειάστηκαν αλλεπάλληλα τόξα, και η τελική γέφυρα έφτασε σε μήκος τα 145 μέτρα. Bασική πρώτη ύλη ήταν πάντα ο σχιστόλιθος που αφθονεί στην περιοχή, ενώ τη συνδετική ύλη αποτελούσε μίγμα τριμμένου κεραμιδιού, σβσμένου ασβέστη, ελαφρόπετρας, χώμα, νερό και ξερά χόρτα (κουρασάνι). Σε πολλές περιπτώσεις, δεν παράλειπαν να ρίξουν μέσα μαλλιά ζώων ή υπάρξουν καλύτερα αποτελέσματα.
Tο οδόστρωμα που χρησιμοποιούν οι διερχόμενοι είναι αρκετά στενό, περιοριζόμενο αρκετές φορές μόλις στα δύο μέτρα. Aκολουθεί καμπυλωτή γραμμή, όπως και τα αποκάτω τόξα που είναι γνώρισμά των Hπειρωτικών γεφυριών. Eίναισ τρωμένο με καλντερίμι στην αρχή, και όταν το ανέβασμα γίνεται επικίνδυνο, καταλήγει σε πλατύσκαλο με ελαφριά κλίση. Έτσι η διέλευση δεν είναι και τόσο ακίνδυνη. Στο γεφύρι της Kόνιτσας, υπάρχει ακόμη και σήμερα, μικρή καμπάνα κρεμασμένη κάτω απ' την κορυφή της καμάρας. Όταν φυσούσε δυνατός αέρας, κτυπούσε η καμπάνα και προειδοποιούσε τους περαστικούς για τον αυξημένο κίνδυνο. Προσπάθησαν να μειώσουν τον κίνδυνο, τοποθετώντας στα άκρα τις λεγόμενες αρκάδες όρθιες, δηλ. στενόμακρες πέτρες (γεφ. Kόκκορου) και αργότερα χαμηλά πεζούλια (γεφ. 'Αρτας).
Tο γεφύρι της Αρτας και άλλα φημισμένα πέτρινα γεφύρια
Tο γεφύρι της Αρτας δεν είναι το ομορφότερο του είδους, αλλά είναι το πιο φημισμένο. Bέβαια αυτό το χρωστάει στο θρύλο της θυσιασμένης γυναίκες του Πρωτομάστορα. Tο συνολικό σημερινό μήκος φτάνει τα 145 μέτρα. Tο πλάτος του γεφυριού είναι 3,75 μέτρα.
Tο χτίσιμό του τοποθετείται στα χρόνια της τουρκοκρατίας γύρω στο 1602-1606. H αρχική κατασκευή (κατά μια εκδοχή) έγινε επί Πύρρου 3ο π.X. αιώνα ή στα χρόνια της Kλασικής Aμβρακίας 5ο έως 4ο αιώνα π.X. που είναι λιγότερο πιθανή. Σαν χρηματοδότης αναφέρεται ο Aρτινός παντοπώλης Γιάννης Θιακογιάννης-Γατοφάγος.
'Αλλο σημαντικό γεφύρι είναι του Παπαστάθη ανατολικά από τα Γιάννινα μέσα στο φαράγγι που σχηματίζουν ο Δρίσκος και η Πρίξα. Tο γεφύρι αυτό το έχτισε το 1746 ο ηγούμενος της Mονής Bίλζης Aγάπιος και δαπανήθηκαν 175 βενέτικα φλουριά.
Tο γεφύρι του Kοράκου είναι από τα λιγοστά που ανέχτηκε ο ποταμός Aχελώος. Tο μεγαλύτερο μονότοξο σε όλη την Ήπειρο. Xρειάστηκε να σηκωθεί η καμάρα 25 μέτρα πάνω από τα νερά, και να ανοιχτεί στα 45 μέτρα για να μπορέσει να ενώσει το Πετρωτό (Λιάσκοβο) της Θεσσαλίας με τις πηγές (Bρεστενίτσα) της 'Αρτας. Tο έχτισε το 1514-1515 ο αρχιεπίσκοπος της Λάρισας Bησσαρίωνας. Tο γεφύρι ανατινάχτηκε το 1949.
Στο Zαγόρι ένα άλλο γεφύρι κοντά στους Kήπους, είναι το γεφύρι του Πλακίδα ή Kαλογερικό. Aρχικά ήταν ξύλινο, το μετέτρεψε σε πέτρινο το 1814 με 20.000 γρόσια ένας καλόγερος από το μοναστήρι της Bίτσας, ονόματι Σεραφείμ, γι' αυτό έχει τ' όνομα Kαλογερικό. Tο όνομα Πλακίδα το πήρε το 1865 χρονιά επισκευής από τον Aλέξη Πλακίδα και τον αδελφό του.
'Αλλο σημαντικό γεφύρι είναι της Πλάκας. Eίναι το δυσκολότερο μονότοξο γεφύρι στην κατασκευή. Έπεσε το 1860 από την ορμή του νερού που μετακίνησε ένα βράχο που το στήριζε. Ξαναχτίστηκε το 1863 και το κόστος ανήλθε στα 187.000 γρόσια. Παρά τους κόπους και τις δαπάνες λίγοι χάρηκαν το γεφύρι από τα χωριά της περιοχής. Aπό το 1881 ο 'Αραχθος αποτελούσε φυσικό σύνορο Eλλάδας-Tουρκίας, με αποτέλεσμα να αχρηστευτεί το γεφύρι μέχρι το 1913.
Για το γεφύρι της Kόνιτσας η μοναδικότητά του αναφέρεται στο τεράστιο τόξο του, αλλά και στον τόπο. Tο γεφύρι της Kόνιτσας χτίστηκε το 1870 και κόστισε 120.000 γρόσια. Πρωτομάστοράς του ήταν ο Zιώγας Φρόντζος από την κοντινή Πυρσόγιαννη. Ήταν η δεύτερη σοβαρή προσπάθεια να ζευχθεί ο Aώος σ' αυτό το σημείο, γιατί η προηγούμενη απέτυχε.
Συνολικά σε όλη την Ήπειρο και τη Nότια Aλβανία έχουν κατασκευαστεί γύρω στα 191 γιοφύρια, που τα πιο πολλά δεν σώζονται σήμερα.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΩΝ

Ὁ μήνας Ὀκτώβριος εἶναι ἕνας μήνας ἐθνικά φορτισμένος. Ἡ ἐπέτειος τῆς 28ης αὐτοῦ τοῦ μηνός, μιά ἀπό τίς κορυφαῖες ἐθνικές μας γιορτές, ἀποτελεῖ κάθε χρόνο εὐκαιρία ἐνισχύσεως τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης καθώς μᾱς δίνεται ἡ δυνατότητα ν' ἀνατρέξουμε στή δύσκολη ἀλλά καί ἡρωική ἐκείνη περίοδο τοῦ 1940 - 44, τήν περίοδο τῆς τριπλῆς κατοχῆς τῆς χώρας μας ( Ἰταλικῆς, Γερμανικῆς καί Βουλγαρικῆς ) καί στό Ἔπος πού ἔγραψε μέ τό αἷμα καί τή θυσία του ὁ Λαός μας μέ τήν Ἀντίστασή του στούς κατακτητές. Κατά τήν περίοδο αὐτή, ὅπως ἄλλωστε καί σέ κάθε χρονική περίοδο ἀγώνων τοῦ Ἔθνους μας, ἱστορικός ὑπῆρξε καί ὁ ρόλος, τόν ὁποῖο διεδραμάτισε ἡ Ἐκκλησία μας καί τεράστια ἡ συμβολή της στή σωτηρία τοῦ Λαοῦ καί τοῦ τόπου. Ὁ ρόλος αὐτός εἶναι καταγεγραμμένος στίς σελίδες τῆς ἱστορίας τοῦ ἔθνους μας καί προσφέρεται σέ κάθε ἀντικειμενικό ἐρευνητή προκειμένου νά τόν μελετήσει. Καί ἀποτελεῖ αὐτή ἡ καταγραφή τήν πιό σαφῆ καί τεκμηριωμένη ἀπάντηση σέ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι καί προσφάτως ἀκόμη, μίλησαν γιά οὐδετερότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ποιμένων της κατά τήν περίοδο ἐκείνη καί γιά ἀπουσία τους ἀπό τούς ἐθνικούς ἀγῶνες.


Οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Χρύσανθος καί Δαμασκηνός
 Ἡ διερεύνηση ὅμως τῆς ἱστορίας μᾱς παρέχει τή δυνατότητα, χωρίς ὑπερβολή νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία καθ' ὅλην αὐτή τήν περίοδο στάθηκε ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ πονεμένου Λαοῦ, τό λιμάνι τῆς παρηγοριᾱς του καί ὁ θύλακας τῆς σωτηρίας του. Τό προνοιακό καί λαοσωτήριο ἔργο της ἔχει ἤδη προσλάβει τίς διαστάσεις ἑνός ἱστορικοῦ Ἔπους, ὅμοιο τοῦ ὁποίου δέν μπορεῖ νά συναντήση κανείς πουθενά ἀλλοῦ.... Στίς δύσκολες ὧρες τῆς Κατοχῆς ἡ Ἐκκλησία μας εὐτύχησε νά ἔχη στό πηδάλιό της διαδοχικά Προκαθημένους, τόν Χρύσανθο καί τόν Δαμασκηνό, ἄνδρες μέ πίστη, τόλμη, παρρησία καί σθένος, πού ὁ καθένας τους προσέφερε στήν Ἐθνική Ἀντίσταση ὑπηρεσίες μοναδικές.
Ἡ πρώτη ἀντιστασιακή πράξη στήν κατεχόμενη Πατρίδα μας ἦταν ἀναμφισβήτητα ἡ σθεναρή καί ἀπόλυτη ἄρνηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσάνθου νά " παραδώση " συμβολικά, ὡς μέλος Ἐπιτροπῆς, τήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν στούς Γερμανούς κατακτητές. Καί ἀκολούθησαν οἱ σημαντικές ἀρνήσεις του νά προστῆ δοξολογίας στή Μητρόπολη, ἐπί τῇ ἀφίξει τῶν κατακτητῶν καί νά ὁρκίση τήν ἀπό αὐτούς σχηματισθεῖσα Κυβέρνηση Τσολάκογλου. Οἱ πράξεις αὐτές κρινόμενες μέ τά μέτρα τῆς τότε ἐποχῆς, συνιστοῦν σπάνιο φαινόμενο ὑψηλοῦ πατριωτικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους, πού ἀναδεικνύει τόν Χρύσανθο ἀντάξιο τοῦ Ἑλληνικοῦ Κλήρου καί τῶν Ἑλλήνων Ἱεραρχῶν. Ἀλλά καί ὁ διαδεχθείς τόν Χρύσανθο νέος Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ὑπῆρξε καί αὐτός ἀντάξιος τῶν περιστάσεων. Αὐτός ὠργάνωσε μέ καταπλήσσουσα μεθοδικότητα ἕνα πανελλήνιο δίκτυο παροχῆς βοήθειας στούς Ἕλληνες, τόν ΕΟΧΑ (Ἐθνικό Ὀργανισμό Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης ), πού ὑπῆρξε ἡ μεγαλύτερη ἀντιστασιακή ὀργάνωση τῶν μετόπισθεν γιατί αὐτή ἐξασφάλισε στόν Λαό διατροφή, περίθαλψη, προστασία, σωτηρία, ἐπιβίωση. Ἡ Ἐκκλησία στά χρόνια ἐκεῖνα στάθηκε πιό κοντά στό Λαό καί ὡς φιλόστοργη Μητέρα ἀγκάλιασε καί προστάτευε τά παιδιά της. Ἀλλά καί πολλούς Ἑβραίους ἔσωσε ὁ Δαμασκηνός καί πολλοί ἄλλοι Ἱεράρχες ἐνῶ μέ τήν σπάνια διορατικότητά του ἔδρασε καταλυτικά ἐνώπιον τῶν κινδύνων. Ἔτσι, χάρις στήν τόλμη του, σώθηκε ἡ Θεσσαλονίκη ἀπό τά νύχια τῶν Βουλγάρων, ἀπεσοβήθη ἡ πολιτική ἐπιστράτευση τοῦ πληθυσμοῦ, ἡ Ἐκκλησία δέν ὑποχώρησε σέ πιέσεις γιά ἀποδοκιμασία τῶν Ἀντιστασικῶν Ὁμάδων, καί στάθηκε στό ὕψος τῶν περιστάσεων καθημαγμένη μέν, ἀλλά ὑψηλόφρων καί ὑπερήφανη, ὅπως τά παιδιά της. ( 1 )

Οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Κοντά στούς ἀρχιεπισκόπους Χρύσανθο καί Δαμασκηνό καί πολλοί Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρωτοστάτησαν στόν ἀγῶνα τοῦ Λαοῦ μας ἐναντίον τῶν κατακτητῶν, ἐνῶ τήν ἀμέριστη καί πολύτιμη συμπαράσταση τους στό ἀγωνιζόμενο Ἔθνος ἐξέφρασαν ποικιλοτόπως τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τά Παλαίφατα Πατριαρχεῖα, οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀλλά καί ὁ Ἑλληνισμός τῆς Διασπορᾱς. Οἵ Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πρωτοστατοῦν στό ἔργο τοῦ ΕΟΧΑ, προσφέρουν ἀπό τή μισθοδοσία τους στόν Πανελλήνιο Ἔρανο Κοινωνικῆς Πρόνοιας καί στήν Κεντρική Ἐπιτροπή Συσσιτίων, συμπαρίστανται στούς στρατευμένους καί τίς οἰκογένειές τους, τούς φυλακισμένους, τούς διωκομένους, διαμαρτύρονται μέ παρρησία γιά τίς βιαιότητες καί τίς ἐκτελέσεις τῶν Κατακτητῶν, τίς ὁποῖες δέν διστάζουν νά καταγγείλουν σέ κάθε εὐκαιρία. Κρύβουν, περιθάλπουν καί φυγαδεύουν τούς ἄνδρες τῆς Ἀντίστασης καί συνεργάζονται μέ τίς Ἀντιστασιακές Ὁμάδες. . Ὁ Ἰωαννίνων Σπυρίδων, ὁ Ἀττικῆς Ἰάκωβος, ὁ Φιλίππων καί Νεαπόλεως Χρυσόστομος, ὁ Δημητριάδος Ἰωακείμ, ὁ Ζακύνθου Χρυσόστομος, ὁ Ζιχνῶν Ἀλέξανδρος, ὁ Ἠλείας Ἀντώνιος, ὁ Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, ὁ Θηβῶν καί Λεβαδείας Πολύκαρπος, ὁ Καρυστίας καί Σκύρου Παντελεήμων, ὁ Καστορίας Νικηφόρος, ὁ Κερκύρας Μεθόδιος, ὁ Σερβίων καί Κοζάνης Ἰωακείμ, ὁ Κορινθίας Μιχαήλ, ὁ Λευκάδος καί Ἰθάκης Δωρόθεος, ὁ Μαρωνείας καί Θάσου Βασίλειος, ὁ Μυτιλήνης Ἰάκωβος, ὁ Παραμυθίας Δωρόθεος, ὁ Σάμου καί Ἰκαρίας Εἱρηναῖος, ὁ Σιδηροκάστρου Βασίλειος, ὁ Σύρου Φιλάρετος, ὁ Χαλκίδος Γρηγόριος, καί ὁ τότε νεαρός ἀρχιμανδρίτης καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Σεραφείμ, εἶχαν μέ τήν προσφορά του ὁ καθένας τή δική τους οὐσιαστική συμμετοχή στόν δίκαιο ἀγώνα τοῦ Λαοῦ μας.
Κοντά στούς ἐπισκόπους καί οἱ ἱερεῖς:
  • Προσεύχονται γιά τούς ἀγωνιζόμενους στρατιῶτες καί τίς οἰκογένειές τους. Ἐκφωνοῦν πύρινους λόγους μέ τούς ὁποίους ἐνθαρρύνουν καί παρηγοροῦν. Συμμετέχουν στίς διάφορες Ἐπιτροπές τῶν μετόπισθεν.
  • Γίνονται οἱ ἐμψυχωτές καί παρηγορητές τῶν οἰκογενειῶν ἐκείνων, τῶν ὁποίων οἱ σύζυγοι καί τά παιδιά ἔπεσαν μαχόμενοι ὑπέρ Πατρίδος στό πεδίο τῆς τιμῆς καί τοῦ καθήκοντος.
  • Συμμετέχουν καί μοιράζονται τήν κατοχική πείνα καί δυστυχία μέ τό ποίμνιό τους, ἐνῶ βοηθοῦν ὅσο μποροῦν μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς πείνας καί τῆς δυστυχίας.
  • Εἶναι μεταξύ τῶν πρωτεργατῶν γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς κατεχόμενης καί δοκιμαζόμενης Πατρίδος, στήν πρώτη γραμμή τοῦ Ἀγῶνος, στό Μέτωπο, στίς μυστικές ὁμάδες Ἀντίστασης, στά νοσοκομεῖα, στά σανατόρια, στά σχολεῖα, στίς φυλακές, στά ὑπόγεια τῆς Γκεστάπο, στά στρατόπεδα, στούς τόπους ἐκτελέσεως, στά ὁλοκαυτώματα, στά συσσίτια, στίς διαμαρτυρίες.

Οἱ Στρατιωτικοί Ἱερεῖς
Μία ἀπό τίς πολλές πτυχές τῆς ἀνεκτίμητης προσφορᾱς τῆς Ἐκκλησίας μας στό Ἔθνος εἶναι καί αὐτή τῆς συμβολῆς καί προσφορᾱς τῶν Στρατιωτικῶν Ἱερέων καί στόν Ἀγώνα τοῦ 1940. Πρόκειται γιά τίς περιπτώσεις τῶν Κληρικῶν ἐκείνων πού κλήθηκαν νά ὑπηρετήσουν τήν Πατρίδα στήν περίοδο τοῦ Β! Παγκοσμίου Πολέμου, ὡς μόνιμοι ἤ ὡς ἔφεδροι Στρατιωτικοί Ἱερεῖς ἤ ὡς ἐθελοντές, ὑπερβαίνοντας τά εἰρηνικά τους καθήκοντα ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν, ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος. Ἀποστολή τους ἦταν νά εὑρεθοῦν κοντά στόν Ἕλληνα Στρατιώτη πού ἀγωνιζόταν ἡρωικά γιά τήν ἐλευθερία τῆς Πατρίδος, τήν ἀξιοπρέπεια καί τή διάσωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἐφαρμόζοντας τόν εὐαγγελικό λόγο " ὁ ποιμήν ὀ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων ". Ἡ Ἐκκλησία ἐγνώριζε τήν συμβολή καί τόν σπουδαῖο ρόλο τῶν Στρατιωτικῶν Ἱερέων καί κατά τίς κρίσιμες ὥρες πού διερχόταν τό Ἔθνος καί γιά νά ἐνισχύση τά στρατευμένα παιδιά τῆς Ἑλλάδος ἀπέστειλε στό Μέτωπο Διακόνους, Ἐφημερίους καί Ἱεροκήρυκες. Ἀπό ἐκείνους τούς Στρατιωτικούς Ἱερεῖς πολλοί ἦσαν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μέ τό θυσιαστικό τους παράδειγμα καί τήν πνευματική τους δράση, ἔπεσαν ὑπέρ τῆς Πατρίδος, ἔγιναν ζωντανά παραδείγματα αὐταπαρνήσεως καί ἐλευθερίας καί συνέβαλλαν ἀποφασιστικά τόσο στήν ἐνίσχυση τοῦ ἠθικοῦ τῶν στρατιωτῶν, ὅσο καί στή νικηφόρα ἔκβαση τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων.

Ἡ Συμβολή τῶν Ἱ. Μονῶν
Τά Μοναστήρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά καί τῶν Ἐκκλησιῶν Κρήτης καί Δωδεκαννήσου, καθώς ἐπίσης καί τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ἐκτός ἀπό τόποι προσευχῆς γιά τήν εὐόδωση τοῦ Ἀγώνα, ἀνέπτυξαν καί ἔντονη ἐθνική δράση καθώς ἀπέβησαν καταφύγια, τόποι συγκεντρώσεως καί ἀνεφοδιασμοῦ γιά τούς ἄνδρες τῶν Ἀντιστασιακῶν Ὁμάδων. Ἐκεῖ εὕρισκαν περίθαλψη, φιλοξενία, φαγητό καί ἀπ' ἐκεῖ φυγαδεύονταν. Ἄν δέν ὑπήρχαν τά μοναστήρια, ἴσως νά μήν εἶχε ἀναπτυχθῆ καί ἐνισχυθῆ ἡ Ἐθνική Ἀντίσταση. Ἦσαν τά κέντρα πού καλλιεργοῦσαν συνεχῶς τό πατριωτικό αἴσθημα τοῦ Λαοῦ. Αὐτό τό ἐγνώριζαν καί οἰ Ἀρχές Κατοχῆς, πού ὄχι μόνον διαμαρτύρονταν συνεχῶς πρός τήν Ἐκκλησία γιά τήν ἀντιστασιακή δράση τῶν Μονῶν, ἀλλά πολλές φορές, προέβαιναν σέ ἐπιθετικές ἐνέργειες ἐναντίον τους, τίς πυρπολοῦσαν, ἔκλεβαν τά κειμήλιά τους καί στή συνέχεια συνελάμβαναν, ἐφυλάκιζαν ἤ ἐκτελοῦσαν τούς Μοναχούς.
Ἐπιλογος
Χωρίς νά παραγνωρίζουμε τή σημασία τοῦ ἐνόπλου ἀγῶνος κατά τῶν Κατακτητῶν ἐκ μέρους τῶν Ἀνταρτικῶν Ὁμάδων πάνω στά βουνά, στόν ὁποῖο ἔχει τή μετοχή της καί ἡ Ἐκκλησία μέ στελέχη ὅλων τῶν βαθμίδων τοῦ Κλήρου, ἐπιθυμοῦμε νά ὑπομνήσομε γιά ἄλλη μιά φορά, ἐπίσημα καί ὑποβλητικά, ὅτι στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια πού τό Ἔθνος βασανιζόταν κάτω ἀπό τήν τριπλή Κατοχή, τόν μεγάλο Σταυρό τοῦ Μαρτυρίου ἀνέλαβε νά φέρη στούς ὤμους της ἡ Ἐκκλησία ὡς χρέος ἀπέναντι στήν ἱστορία της καί ὡς δεῖγμα στοργῆς της ἀπέναντι στά πάσχοντα παιδιά της. Καί εἶναι χρέος μας αὐτή τήν ἀλήθεια νά τήν διαλαλήσουμε γιά λόγους ἱστορικῆς δικαιοσύνης καί αἰώνιας μνήμης τῶν ἀθανάτων ἐκείνων μορφῶν πού πρωταγωνίσθησαν στόν ἰδιότυπο ἐκεῖνο ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας.

Η αιματηρή δεκαετία 1940 - 1949

Βήμα – βήμα ως την επίθεση:
Το καλοκαίρι του 1940, η Ευρώπη ζούσε την γερμανική λαίλαπα του κεραυνοβόλου πολέμου και η Ελλάδα υπέμενε τις ιταλικές προκλήσεις. Λιγόστεψαν μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» στην Τήνο. Ο Χίτλερ δυσφορούσε. Και δυσφορούσε, επειδή ήθελε να ρίξει όλο το βάρος στη μάχη της Αγγλίας, ενώ για τα Βαλκάνια σχεδίαζε συνολική ρύθμιση. Ο Μουσολίνι δεν μπορούσε να παραβλέψει τον βόρειο εταίρο, πολύ περισσότερο που, για τις 27 Σεπτεμβρίου του 1940, προγραμματιζόταν (και πραγματοποιήθηκε) η υπογραφή του τριμερούς συμφώνου ανάμεσα στη Γερμανία, την Ιταλία και την Ιαπωνία. Στον στρατηγό Βισκόντι Πράσκα, όμως, είχαν δοθεί εντολές να επεξεργαστεί ένα σχέδιο εισβολής στην Ελλάδα. Και είχαν μεταφερθεί στην Αλβανία 30.000 άνδρες.
Στις 4 Οκτωβρίου, ο Χίτλερ κι ο Μουσολίνι συναντήθηκαν στα (από το 1938) γερμανοϊταλικά σύνορα, στη διάβαση Μπρένερ των Άλπεων. Συζήτησαν αναλυτικά για το τι πρέπει να γίνει με την Ελλάδα. Ο Χίτλερ προτιμούσε διπλωματική πίεση και κατάληψη της Κρήτης. Επέμενε σε μια συνολική ρύθμιση που θα περιλάμβανε και τη Γιουγκοσλαβία. Και λησμόνησε να πει στον Μουσολίνι τα σχέδιά του για τη Ρουμανία. Ο ντούτσε τα έμαθε από το ραδιόφωνο στις 7 Οκτωβρίου: Η Ρουμανία κυριεύτηκε «για να προστατευτούν τα πετρέλαιά της από τους Άγγλους». Εξοργίστηκε.
Ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα ειδοποιήθηκε να βρίσκεται στη Ρώμη στις 14 Οκτωβρίου. Εκεί, έμαθε πως θα μετείχε σε σύσκεψη στο ιδιαίτερο γραφείο του Μουσολίνι την επομένη, 15 του μήνα. Βρήκε να τον περιμένουν ο ντούτσε, ο υπουργός Εξωτερικών κόμης Γκαλεάτσο Τσιάνο, ο στρατάρχης Πέτρος Μπαντόλιο κι όλοι οι στρατηγοί του επιτελείου. Ανέπτυξε το σχέδιό του «Εμεργκέντσα Γκ.»:
Εκατό χιλιάδες άνδρες θα ρίχνονταν στα ελληνοαλβανικά σύνορα ταυτόχρονα με μιαν επίθεση των Βουλγάρων στη Μακεδονία, ενώ η μεραρχία Μπάρι θα έκανε απόβαση στην Κέρκυρα και θα κυρίευε διαδοχικά Κεφαλληνία και Ζάκυνθο. Το σχέδιο εγκρίθηκε, ο Τσιάνο ανέλαβε να στήσει την αφορμή κι ο Μουσολίνι έστειλε γράμμα στον βασιλιά Βόρι της Βουλγαρίας. Ημέρα Χ ορίστηκε η 26 Οκτωβρίου. Λίγες μέρες αργότερα, αναβλήθηκε για τις 28, επειδή καθυστερούσε η προώθηση των ανδρών στα σύνορα.
Η πρώτη απογοήτευση για τον Μουσολίνι ήρθε από τον βασιλιά της Βουλγαρίας: Πολύ θα ήθελε λίγη Μακεδονία αλλά φοβόταν πιθανή επέμβαση της Τουρκίας. Ο Μουσολίνι αποφάσισε να προχωρήσει χωρίς αυτόν. Στις 22 Οκτωβρίου, ο Τσιάνο άρχισε να συντάσσει το τελεσίγραφο. Στις 23, ο Έλληνας πρεσβευτής στη Ρώμη ειδοποίησε την Αθήνα πως οι Ιταλοί σκόπευαν να επιτεθούν ανάμεσα στις 25 και στις 28 του μήνα. Στις 24, ένα στημένο επεισόδιο έγινε στους Αγίους Σαράντα: Η αφορμή, που ο Τσιάνο είχε υποσχεθεί.
Στις 25 Οκτωβρίου, έφτασε στην Αθήνα ο Αντόνιο Πουτσίνι για την πρεμιέρα στο Εθνικό θέατρο της «Μαντάμ Μπατερφλάι» του διάσημου πατέρα του, Τζιάκομο. Στις 26, ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Ελλάδα έδινε δεξίωση στην πρεσβεία «με σκοπό τη σύσφιγξη των ελληνοϊταλικών σχέσεων και την καλλιτεχνική συνεργασία», ενώ την ίδια ώρα άνθρωποί του αποκρυπτογραφούσαν το ιταλικό τελεσίγραφο. Στις 27, η μεραρχία Μπάρι επιβιβάστηκε στα οπλιταγωγά, που δεν απέπλευσαν, επειδή υπήρχε θαλασσοταραχή. Η απόβαση στην Κέρκυρα αναβλήθηκε για την 1η Νοεμβρίου, οπότε ματαιώθηκε οριστικά.
Στις 3 τα ξημερώματα, 28 Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός πρεσβευτής επέδωσε το τελεσίγραφο. Λίγο αργότερα, οι ιταλικές δυνάμεις ξεκίνησαν την εισβολή. Οι πρώτες κανονιές πήγαν στον βρόντο: Έβρεχε κατακλυσμιαία στα σύνορα κι οι σκοποί τις νόμισαν για βροντές κι αστραπές.

Ιταλική εισβολή στην Ήπειρο:
Ο Μουσολίνι είχε κάθε λόγο να είναι σίγουρος για τη νίκη, όταν εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση στην Ήπειρο. Οι δυνάμεις του είχαν κυριεύσει τη βρετανική Σομαλία, απειλούσαν το βρετανικό Σουδάν, προέλαυναν στη Λιβύη και στρίμωχναν τους Βρετανούς στη Μάρσα Ματρούχ. Στην Αλβανία, 100.000 άνδρες, 135 πυροβολαρχίες, 150 άρματα μάχης, 18 ίλες ιππικού, άγνωστος αριθμός Αλβανών ατάκτων και 400 αεροπλάνα είχαν απέναντί τους όχι τους πάνοπλους Άγγλους αλλά 35.000 Έλληνες με την επιστράτευση σε εξέλιξη όταν άρχισε η εισβολή και με 40 πυροβολαρχίες. Τα συνολικά 140 ελληνικά αεροπλάνα έπρεπε να καλύπτουν ολόκληρη τη χώρα. Κι απέναντι στον ιταλικό στόλο, η Ελλάδα παρέτασσε 16 σκάφη, από τα οποία το ένα ήταν ο βραδυκίνητος παλιωμένος «Αβέρωφ». Κι από τα οκτώ αντιτορπιλικά, τα μισά είχαν φάει τα ψωμιά τους, ενώ και τα έξι υποβρύχια έπρεπε να βρίσκονται στα μουσεία.
Την πρώτη μέρα, οι Ιταλοί προχώρησαν καθώς οι άνδρες των φυλακίων της προκάλυψης αποσύρονταν στη γραμμή άμυνας που είχε καθορίσει η μεραρχία. Ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα σκόπευε να δράσει κεραυνοβόλα περνώντας από το Καλπάκι, βόρεια από τα Γιάννενα. Μόνο που το Καλπάκι είχε διαλέξει και η ελληνική μεραρχία ως την πιο κατάλληλη θέση για να αποκρούσει τον εχθρό. Τη νύχτα 29 προς 30 Οκτωβρίου, όλα τα ελληνικά τμήματα είχαν μπει στην ορισμένη από πριν γραμμή άμυνας. Όταν ξημέρωσε, οι Ιταλοί σκάλωσαν. Καμουφλαρισμένες πυροβολαρχίες χτυπούσαν «όχι ιδιαίτερα πυκνά αλλά με μεγάλη ευστοχία», όπως σημείωσε ο Πράσκα. Η κύρια προσπάθεια των Ιταλών έγινε στις 31 Οκτωβρίου. Σκάλωσαν γι’ άλλη μια φορά. Σε πλάτος 260 χλμ., το μέτωπο άντεξε.
Και ξαφνικά, στην αλβανική παραλία όπου οι Ιταλοί αποβιβάζονταν ήσυχοι, παρουσιάστηκαν δυο αντιτορπιλικά. Το «Σπέτσαι» και το «Ψαρά». Ύψωσαν την ελληνική σημαία κι άρχισαν να βομβαρδίζουν. Ο βομβαρδισμός κράτησε μιάμιση ώρα. Μετά, πάντα σημαιοστολισμένα, τα ελληνικά πλοία αποχώρησαν ανενόχλητα. Την επομένη, ο Μουσολίνι αποφάσιζε ν’ αναβάλει την απόβαση στην Κέρκυρα. Η μεραρχία Μπάρι διατάχτηκε να πάει στην Πίνδο. Η γενική επίθεση των Ιταλών προσδιορίστηκε για τις 2 του μήνα. Αποκρούστηκε, όπως θ’ αποκρουόταν και η νέα γενική επίθεση, στις 4 Νοεμβρίου. Στις 8, ο Μουσολίνι αντικατέστησε τον Πράσκα.

Η ελληνική αντεπίθεση:
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1940, οι Ιταλοί βρίσκονταν μέσα στο ελληνικό έδαφος στην Ήπειρο αλλά μπροστά από τη γραμμή της ελληνικής άμυνας. Η γενική τους επίθεση (4 Νοεμβρίου) απέφερε τη διάσπαση του ελληνικού μετώπου στην παραλία. Δεν προχώρησαν όμως, καθώς η γραμμή Καλπάκι - Γραμπάλα αντιστεκόταν σθεναρά. Νέα γενική επίθεση στις 7 του μήνα έβαλε κύριο στόχο το Καλπάκι και τη Γραμπάλα. Αν τα έπαιρναν, θα μπορούσαν να προχωρήσουν.
Το Καλπάκι άντεξε με ηρωική άμυνα. Το ύψωμα της Γραμπάλας έπεσε. Δεν πρόλαβαν να χαρούν οι Ιταλοί. Μεσάνυχτα ξέσπασε η ελληνική αντεπίθεση με την ξιφολόγχη. Όταν έφεξε 8 του μήνα, η Γραμπάλα ήταν πάλι στα χέρια των Ελλήνων. Ένα πρωινό τηλεγράφημα, την ίδια μέρα, πληροφορούσε τον στρατηγό Πράσκα πως είχε αντικατασταθεί. Δέκα μόλις μέρες μετά την ιταλική εισβολή, ο αμυντικός πόλεμος είχε τελειώσει για τους Έλληνες. Στις 12 Νοεμβρίου, το μέτωπο στην Ήπειρο ανέλαβε το Α’ Σώμα στρατού. Από τις 14, άρχισε αναγνωριστικές επιχειρήσεις. Τα σημάδια ήταν ευνοϊκά. Οι Ιταλοί έχαναν τις θέσεις τους, τη μια μετά την άλλη.
Στις 18 Νοεμβρίου του 1940, η διαταγή του διοικητή της 8ης ελληνικής μεραρχίας υποστράτηγου Κατσιμήτρου έλεγε:
«Ήλθαν η ευλογημένη υπό του θεού ημέρα κατά την οποίαν θα εκδιώξωμεν τον εχθρόν εκ του πατρίου εδάφους (...). Η μεραρχία αναλαμβάνει από σήμερον γενικήν αντεπίθεσιν εφ' ολοκλήρου του μετώπου».
Η κραυγή «Αέρα» συγκλόνισε τα ηπειρωτικά βουνά. Οι ιταλικές θέσεις ανατράπηκαν. Καθώς ξημέρωνε 19 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί βρίσκονταν στις θέσεις που κατείχαν πριν από τις 28 Οκτωβρίου. Και πια έπρεπε να τις υπερασπιστούν. Στους Έλληνες χαμογελούσε κιόλας η Κορυτσά.
Νέα ελληνική επίθεση ξέσπασε στις 2 το μεσημέρι, 21 Νοεμβρίου του 1940. Αυτή τη φορά, ο στρατός προέλαυνε μέσα στη Βόρεια Ήπειρο, στις βουνοκορφές πλάι στα σύνορα Αλβανίας - Γιουγκοσλαβίας. Το πρώτο ύψωμα πάρθηκε με την ξιφολόγχη. Το ίδιο και το δεύτερο. Οι Ιταλοί το ξαναπήραν και το ξανάχασαν. Το πρώτο χιόνι εμπόδιζε τη δράση. Όμως, ως τη νύχτα, ολόκληρος ο ορεινός όγκος είχε πέσει στα ελληνικά χέρια. Το σκοτάδι δεν εμπόδισε τους Έλληνες να συνεχίσουν την προέλαση. Ξημέρωμα 22 Νοεμβρίου, βρέθηκαν να έχουν μπροστά τους τον κατήφορο της πλαγιάς. Στάλθηκαν αναγνωριστικές περιπολίες. Οι Ιταλοί είχαν χαθεί.
Γιουγκοσλάβοι των συνόρων έλυσαν το μυστήριο: Μια ατέλειωτη ιταλική φάλαγγα κινιόταν από την Κορυτσά προς πιο βόρεια σημεία. Υποχωρούσαν. Ο ελληνικός στρατός μπορούσε να προχωρήσει σε όλο το πλάτος του μετώπου. Χωριά και κωμοπόλεις κυριεύονταν δίχως μάχη. Νύχτωνε, όταν στην πλαγιά, στα πόδια των Ελλήνων, φάνηκαν να λαμπυρίζουν τα φώτα της Κορυτσάς. Οι στρατιώτες διατάχτηκαν να σταματήσουν. Προχωρούσαν 27 ώρες χωρίς σταματημό. Δε γινόταν να μπουν σ’ αυτό το χάλι, στην πρώτη ελληνική πόλη της Βόρειας Ηπείρου που τύχαινε στο διάβα τους αφότου πέρασαν τα σύνορα. Θα έμπαιναν ξεκούραστοι το επόμενο πρωί.
Αλλά στην Κορυτσά τους περίμεναν. Ίσως κάποιοι θα μπορούσαν να προηγηθούν. Διατάχτηκαν ένα τάγμα κι ένας λόχος να κυριεύσουν την πόλη. Ξεκίνησαν αγώνα δρόμου, ποιος θα είχε την τιμή να φτάσει πρώτος. Έφτασαν μαζί λίγο πριν από τις 6. Στην Κορυτσά, γινόταν χαλασμός. Όπως στα 1912.
Το τάγμα ανέφερε στον συνταγματάρχη. Ο συνταγματάρχης ανέφερε στη μεραρχία:
«Ώραν 17.45 σήμερον το υπ' εμέ απόσπασμα εισελθόν Κορυτσάν ελευθέρωσε ταύτην».
Η μεραρχία ανέφερε στο γενικό στρατηγείο. Υπήρχαν κι άλλες αναφορές εκεί. Το ανακοινωθέν στην Αθήνα μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο, που πανηγύριζε:
«Κορυτσά, Φιλιάται, Λεσκοβίκιον ελευθερώθησαν σήμερον».
Αλλά και το ιταλικό ραδιόφωνο πανηγύριζε:
«Οι Έλληνες μπήκαν στην Κορυτσά. Τους αναγκάσαμε να έρθουν σε μέρος, που εμείς επιλέξαμε για να δώσουμε τη μάχη και να τους συντρίψουμε».
Κανένας, όμως, δεν άκουγε ιταλικό ραδιόφωνο εκείνο το βράδυ. Στην Αθήνα, ξενυχτούσαν πανηγυρίζοντας. Στην Κορυτσά, κοιμούνταν ήρεμα, να ξυπνήσουν πρωί. Το ξημέρωμα, 23 Νοεμβρίου του 1940, όλοι ήταν στο πόδι. Και η πόλη πνιγμένη στη γαλανόλευκη. Ο ελληνικός στρατός μπήκε με βήμα παρέλασης.
Το Πόγραδετς πάρθηκε στις 30 Νοεμβρίου. Το Δελβίνο στις 5 Δεκεμβρίου. Στις 6, οι Άγιοι Σαράντα. Στις 8, το Αργυρόκαστρο. Στις 22, η Χιμάρα. Οι Ιταλοί οχυρώνονταν στον Αυλώνα, στην παραλία, και στο Τεπελένι, πιο ανατολικά.

Η εαρινή επίθεση:
Η μεγάλη ιταλική εαρινή επίθεση προετοιμάστηκε συστηματικά από τα μέσα Ιανουαρίου. Ήταν η τελευταία ελπίδα του Μουσολίνι. Σε έκθεσή του προς τον βασιλιά της Ιταλίας, έγραφε: «Οφείλουμε να έχουμε τουλάχιστο μία στρατιωτική επιτυχία, πριν ν' αρχίσουν οι Γερμανοί την επίθεσή τους, τον Απρίλη». Στις 23 του Φεβρουαρίου, σε λόγο του στη Ρώμη, έλεγε: «Το τελευταίο έρεισμα της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρώπη ήταν και είναι η Ελλάδα. Ήταν απαραίτητο να αντιμετωπίσουμε την Ελλάδα. Σε λίγο, θα έρθει η άνοιξη και επειδή η άνοιξη είναι η δική μας (δηλαδή, των φασιστών) εποχή, όλα θα μας έρθουν ρόδινα».
Στις αρχές Μαρτίου κι ενώ τα γερμανικά στρατεύματα απλώνονταν στη Βουλγαρία, έφτασε ο ίδιος στην Αλβανία για να παρακολουθήσει από κοντά τις επιχειρήσεις. Κύριος στόχος, η διάσπαση του μετώπου σε μια γραμμή έξι χιλιομέτρων από την Γκλάβα ως το Μπούμπεσι. Ειδικός στόχος, το ύψωμα 731. Αν το έπαιρναν, θα προχωρούσαν. Όμως, δεν το πήραν. Η πολυδιαφημισμένη εαρινή επίθεση του Μουσολίνι (βλ. [ ελληνικά θέματα ] «Η «Εαρινή επίθεση» του Μουσολίνι») ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου κι έσβησε στις 25 του ίδιου μήνα.

Το τέλος του εμφυλίου:
Το μέτωπο στην Αλβανία κατέρρευσε μετά την γερμανική εισβολή στη Μακεδονία. Η κατοχή διάρκεσε ως τον Οκτώβριο του 1944. Την ακολούθησε ο εμφύλιος.
Στις 24 Δεκεμβρίου του 1947, ο παράνομος ραδιοσταθμός του ΚΚΕ ανάγγειλε τη συγκρότηση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης («κυβέρνησης του βουνού»), με πρωθυπουργό τον Μάρκο Βαφειάδη. Τον κυβερνητικό στρατό ανέλαβε ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος. Το 1948 βρήκε τον δημοκρατικό στρατό να σημειώνει επιτυχίες έχοντας δύναμη 26.000 άνδρες έναντι των 220.000 του τακτικού στρατού. Ήδη, όμως, τα βόρεια σύνορα έκλειναν. Αν πιστέψουμε τον Γιουγκοσλάβο Μίλοβαν Τζίλας, με διαταγή του Στάλιν. Από το καλοκαίρι, ο τακτικός στρατός πετύχαινε μεγάλες αλλ’ όχι καθοριστικές νίκες στη Ρούμελη και στον Γράμμο. Το φθινόπωρο του 1948, ο δημοκρατικός στρατός ξαναγύρισε στις νίκες κι οχυρώθηκε στο Βίτσι ελέγχοντας τη βορειοδυτική και τη δυτική Ελλάδα ως τη Ρούμελη. Επιθέσεις στη Νάουσα, την Καρδίτσα, το Καρπενήσι και τη Φλώρινα έδειξαν πως ο δημοκρατικός στρατός εξακολουθούσε να διαθέτει δύναμη, παρά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο.
Η μεταστροφή άρχισε ραγδαία με την είσοδο του 1949. Ο Τίτο είχε αποκηρυχτεί από την Κομινφόρμ, ενώ στην Ελλάδα (21 Ιανουαρίου) σχηματίστηκε κυβέρνηση «ευρυτάτης συνεργασίας» με πρωθυπουργό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη που πέθανε και τον διαδέχτηκε (24 του Ιουνίου) ο Αλέξανδρος Διομήδης. Στις 4 Φεβρουαρίου (1949), ο ραδιοσταθμός του ΚΚΕ ανάγγειλε την καθαίρεση του Μάρκου Βαφειάδη και την αντικατάστασή του από τον γενικό γραμματέα, Νίκο Ζαχαριάδη. Ο δημοκρατικός στρατός νικήθηκε σε συνεχείς μάχες (Μάρτιος), στα Κερδύλια, στον Βάλτο, στην Άρτα και στον Αχελώο. Νέες ήττες ακολούθησαν από τον Μάιο στη Ρούμελη και στη Θεσσαλία.
Χωρίς εφόδια, με κλεισμένα τα σύνορα προς την Γιουγκοσλαβία και με την Αλβανία να αφοπλίζει όποιον περνούσε τα σύνορά της, εκτεθειμένος στην αεροπορία, που κυριαρχούσε στον αέρα, ο δημοκρατικός στρατός υποχώρησε στην Πίνδο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Αθήνας, 4.700 άνδρες και γυναίκες οχυρώθηκαν στον Γράμμο και 6.700 στο Βίτσι. Απέναντί τους, επτά μεραρχίες, δυο ανεξάρτητες ταξιαρχίες, δέκα τάγματα της εθνοφρουράς, συντάγματα πυροβολικού και αεροπορία. Στον Γράμμο, η μάχη ξεκίνησε στις 2 και τέλειωσε στις 16 Αυγούστου. Νεκροί κατά την Αθήνα, 256 του κυβερνητικού στρατού και 1.182 των ανταρτών. Μεσολάβησε η μάχη στο Βίτσι. Έπεσε με τους κομμουνιστές να μετακινούνται στον Γράμμο. Η εκεί τελική επίθεση ξεκίνησε στις 25 Αυγούστου με θεατές τον βασιλιά Παύλο και τον Αμερικανό αντιστράτηγο Βαν Φλιτ. Πενήντα νεοαφιχθέντα αμερικανικά μαχητικά αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης δοκιμάστηκαν στην πράξη. Στις 29 του μήνα, ο Γράμμος έπεσε. Στοίχισε 243 νεκρούς του κυβερνητικού στρατού και 900 των ανταρτών, κατά την ανακοίνωση της Αθήνας. Ο εμφύλιος είχε τελειώσει. Όχι όμως κι ο διχασμός.
Στις 5 Ιανουαρίου 1950, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Τζον Θεοτόκης. Η άρση του στρατιωτικού νόμου δημοσιεύτηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1950. Οι εκλογές (22 Μαρτίου του 1951) ανέδειξαν κυβέρνηση με εναλλασσόμενους πρωθυπουργούς τον Νικόλαο Πλαστήρα και τον Σοφοκλή Βενιζέλο. H Ελλάδα μπήκε στο ΝΑΤΟ στις 15 Μαΐου του ίδιου χρόνου (η απόφαση της Βουλής, 18 Φεβρουαρίου του 1952). Ο Νίκος Ζαχαριάδης καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο (1953). Αυτοκτόνησε στη Σοβιετική Ένωση. Το ΚΚΕ νομιμοποιήθηκε το 1974, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση.

ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΕΣ

-Α-
·         Αλάργα = Μακριά
·         Αλυσσίβα (η) = σταχτόνερο
·         Αλυχτάω = γαυγίζω
·         Αμπόχνω = σπρώχνω
·         Αργέλογος (ο) = χοντρό κόσκινο
·         Αστρέχα (η) = μικρό αποστραγγιστικό αυλάκι.

-Γ-
·         Γάνα (η) = μελανιά
·         Γιάτο για = Νάτο, δες το
·         Γκριτσιλάγκος (ο) = λάρυγγας

-Ζ-
·         Ζαποστασιά (η) = αναψυχή
·         Ζάρκος (ο) = γυμνός

-Κ-
·         Κόκοττος (ο) = πετεινός
·         Κοκώνι (το) = μικρόσωμο σκυλί
·         Κουκαλήτσι (το) = κουκούτσι
·         Κουκουμέλες (οι) = μανιτάρια
·         Κραίνω = μιλάω

-Λ-
·         Λακάω = φεύγω
·         Λουφάζω = σιωπώ, μαζεύομαι

-Μ-
·         Μαξούμι (το) = νήπιο
·         Μαυλίζω = προσκαλώ ζώο
·         Μπλουμάτσα (η) = το στρώμα του κρεβατιού.
·         Μπουραζάνα (η) = σαλβάρι, πλατύ ρούχο

-Ν-
·         Νίλα (η) = συμπάθεια
·         Ντιπ = τελείως.

-Π-
·         Παιδί = αγόρι
·         Παρασάνταλος (ο) = άσχημος άνθρωπος, ολιγονούς
·         Πατριτζιάνα (η) = μελιτζάνα
·         Πλακίδα (η) = πουλάδα
·         Πρατίνα (η) = προβατίνα

-Σ-
·         Σαρμανίτσα (η) = κούνια
·         Σερκό (το) = αρσενικό
·         Σκούπρα (τα) = σκουπίδια
·         Σκουτιά ή σκτιά (τα) = ρούχα
·         Στέρφο (το) = στείρο

-Τ-
·         Τηράω = παρατηρώ
·         Τριχιά (η) = χονδρό σκοινί
·         Τσαούλι (το) = σαγόνι
·         Τσίρνιασα = ανατρίχιασα.
·         Τσοπέλα ή τσαπέλα (η) = αποξηραμένα σύκα
·         Τσούπρα (η) = κορίτσι

-Χ-
·         Χαζίρι = φόρεσα τα ρούχα μου, ντύθηκα.
·         Χαλασιά (η) = καταστροφή
·         Χαλεύω = ζητώ
·         Χαμπέρια (τα) = οι ειδήσεις, τα γεγονότα.
·         Χουγιάζω = φωνάζω